Σε διευκρινήσεις ότι δεν υφίσταται καμία αλλαγή των όρων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για τους πελάτες της (υπολογίζονται σε 500.000) που «κλείδωσαν» σταθερά τιμολόγια, προχώρησε η ΔΕΗ.

Σε ανακοίνωση με αφορμή δημοσιεύματα για μονομερή τροποποίηση συμβάσεων προμήθειας ρεύματος με κατάργηση της σταθερής χρέωσης, η ΔΕΗ επισημαίνει συγκεκριμένα τα εξής:

«Τα σταθερά συμβόλαια της ΔΕΗ myHome Enter, myHome Enter+ και myHome Online έχουν ορισμένη διάρκεια και τιμή, η οποία παραμένει σταθερή μέχρι τη λήξη της σύμβασης. Τα συμβόλαια αυτά δεν υπόκεινται σε καμία ρήτρα και η ΔΕΗ δεν έχει προβεί σε καμία αλλαγή όρων της σύμβασης σταθερού συμβολαίου πριν από τη λήξη της για τους περισσότερους από 500.000 πελάτες της, που έχουν επιλέξει προϊόντα σταθερού τιμολογίου».

Σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής, με γεωμετρική πρόοδο αυξάνονται τα παράπονα των καταναλωτών ηλεκτρικού ρεύματος για τους παρόχους τους προς τη ΡΑΕ, όχι μόνο για τις ρήτρες αναπροσαρμογής, που προ κρίσης αγνοούσαν ότι υπήρχαν στις συμβάσεις τους, αλλά και για τις μονομερείς αλλαγές των σταθερών τιμολογίων. Οι προμηθευτές εδώ και μήνες αναθεωρούν μονομερώς τις συμβάσεις πελατών τους που επέλεξαν σταθερά τιμολόγια και τα οποία η ενεργειακή κρίση με τις υψηλές χονδρεμπορικές τιμές κατέστησε ζημιογόνα.

Στην πρακτική αυτή καταφεύγουν, αξιοποιώντας με αυθαίρετο πολλές φορές τρόπο τον κώδικα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, που κατοχυρώνει το δικαίωμα αυτό των προμηθευτών υπό προϋποθέσεις, οι οποίες αφήνουν περιθώρια μιας αλλαγής ερμηνείας κατά το δοκούν. Για παράδειγμα, στο άρθρο 17.5 αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ο προμηθευτής διατηρεί το δικαίωμα να προβεί σε τροποποίηση των όρων της παρούσης για σπουδαίο λόγο, όπως ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, μεταβολή της κείμενης νομοθεσίας και αλλαγή των όρων λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού». Οι προμηθευτές αξιολογούν ως «σπουδαίο λόγο» την αύξηση του χονδρεμπορικού κόστους ενέργειας και προχωρούν σωρηδόν και μονομερώς σε αλλαγή των σταθερών τιμολογίων. Αυτό γίνεται με έναν… μαγικό τρόπο, με τον οποίο οι προμηθευτές καταφέρνουν αφενός τυπικά να μην παραβιάζουν τον κώδικα ως προς την ενημέρωση των πελατών τους και αφετέρου να μην τον ενημερώνουν με σαφήνεια για να αποσπάσουν τη σιωπηρή συναίνεσή του στη νέα τιμολογιακή τους πολιτική.

Ο κώδικας προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας θέτει ως προϋπόθεση για τη μονομερή τροποποίηση της σύμβασης για «σπουδαίο» πάντα λόγο, την ενημέρωση εγγράφως 60 ημερολογιακές ημέρες πριν από την εφαρμογή της τροποποίησης, με ειδοποίηση σε χωριστό έντυπο που θα συνοδεύει τον λογαριασμό ρεύματος ή σε ειδικό πεδίο εντός του λογαριασμού κατανάλωσης ή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Ο κώδικας προβλέπει μάλιστα ότι κατ’ εξαίρεσιν η ενημέρωση σχετικά με την τροποποίηση της χρέωσης προμήθειας μπορεί να γίνει με τον πρώτο λογαριασμό κατανάλωσης που ακολουθεί την τροποποίηση. Δηλαδή ο καταναλωτής θα πάρει τον αυξημένο λογαριασμό και θα ενημερωθεί ταυτόχρονα για να αποφασίσει αν θα αναζητήσει άλλο τιμολόγιο ή άλλον πάροχο. Οι ίδιες οι ρυθμίσεις του κώδικα είναι καταφανώς υπέρ των προμηθευτών, οι οποίοι άλλωστε και συμμετείχαν στις σχετικές διαβουλεύσεις της ΡΑΕ.

Προκειμένου και να αυξήσουν την τιμή και να μη χάσουν τον πελάτη, ο συνηθέστερος τρόπος ενημέρωσης του καταναλωτή είναι μέσω του έντυπου του λογαριασμού, προς το τέλος με ψιλά γράμματα, στα οποία δύσκολα θα εστιάσει κάποιος. Αλλες εταιρείες ενημερώνουν με sms, παραπέμποντας σε κάποιο άρθρο της σύμβασης και του κώδικα προμήθειας.

Το απογοητευτικό της υπόθεσης, σύμφωνα με την Καθημερινή, είναι ότι ενώ η ΡΑΕ έχει εντοπίσει το πρόβλημα της αδιαφανούς τιμολόγησης και της παραπλάνησης των καταναλωτών και πήρε πρωτοβουλία πριν από περίπου έναν χρόνο για την καθιέρωση νέων τύπων τιμολογίων, η εφαρμογή τους παρατείνεται συνεχώς.

Εάν δεν υπάρξει νέα παράταση, τότε από 1ης Απριλίου οι προμηθευτές θα πρέπει να υιοθετήσουν τρεις κατηγορίες τιμολογίων: σταθερά, τιμολόγια με όριο αυξομείωσης στα οποία οι πάροχοι θα πρέπει να προσδιορίζουν εκ των προτέρων το όριο της αυξομείωσης της τιμής της κιλοβατώρας από την ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής και τιμολόγια χωρίς όριο προσαύξησης, τα οποία θα περνούν το σύνολο των αυξομειώσεων από τη ρήτρα αναπροσαρμογής στην κατανάλωση, όπως συμβαίνει και σήμερα.