Η επιθετική φορολόγηση της εργασίας στην Ελλάδα στερεί δυνατότητες απασχόλησης και απαιτεί υψηλότατα καθαρά εισοδήματα για την καταβολή εξαιρετικά επαχθών φόρων σημειώνεται σε έκθεση του ΣΕΒ.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσίασε ο Σύνδεσμος για να λάβει κάποιος καθαρές αποδοχές 40.000 ευρώ τον χρόνο, ο εργοδότης πληρώνει συνολικά 100.000 ευρώ, εκ των οποίων τα 60.000 ευρώ πηγαίνουν στο κράτος. Όμως ακόμη και για χαμηλότερα εισοδήματα, και συγκεκριμένα για 20.000 ευρώ καθαρά , οι εργοδότες πληρώνουν σχεδόν τα διπλάσια, 35.750 ευρώ, από τα οποία 15.750 είναι φόροι και εισφορές.
Έτσι η υπερφορολόγηση φθάνει στο μέγιστο της βαθμό στη μεσαία τάξη και ιδιαίτερα στα εισοδήματα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα που κατά τεκμήριο έχουν υψηλές δεξιότητες και καταλαμβάνουν θέσεις ευθύνης στην αγορά εργασίας. Ως αποτέλεσμα, οι πλέον παραγωγικοί συμπολίτες μας περιορίζονται συχνά σε επαγγελματικές σταδιοδρομίες με χαμηλότερα εισοδήματα ή μεταναστεύουν μαζικά.
Πιο αναλυτικά σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ:
• Για καθαρές ετήσιες αποδοχές 20.000 ευρώ, το ελληνικό κράτος «αφαιρεί» από τους μισθωτούς, μέσω φόρων και εισφορών, κατά μέσον όρο το 44% από το ποσό που πληρώνει ο εργοδότης. Μόνο έξι ευρωπαϊκές χώρες αφαιρούν περισσότερο. Η πρόσφατη εξαγγελία μείωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης μετατοπίζει την επιβάρυνση από φόρους και εισφορές στην περίπτωση αυτή στην 11η θέση και πάντα άνω του μέσου όρου. Για να είναι ανταγωνιστικό το ποσοστό επιβάρυνσης με φόρους και εισφορές επί του κόστους του εργοδότη, θα έπρεπε να είναι γύρω στο 35%.
• Για καθαρές αποδοχές 40.000 ευρώ τον χρόνο, «αφαιρείται» μέσω φόρων και εισφορών το 60% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν αφαιρεί περισσότερο. Η πρόσφατη εξαγγελία μείωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης μειώνει αυτή την επιβάρυνση, αλλά δεν αλλάζει τη σχετική θέση της Ελλάδας. Ένα ανταγωνιστικό ποσοστό επιβάρυνσης θα ήταν γύρω στο 40%.
Σημειώνεται ότι το 2009 τα φυσικά πρόσωπα με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ ανέρχονταν σε 527.000, το 2014 ήταν 275.000, και το 2017 ήταν 239.000.
Ο Σύνδεσμος κάνει λόγο για ανάγκη εκλογίκευσης των φορολογικών επιβαρύνσεων σε πολίτες και επιχειρήσεις, με στόχο τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, ώστε να μπορέσει η χώρα να αντεπεξέλθει στον έντονο διεθνή φορολογικό ανταγωνισμό από γειτονικές και μη χώρες