«Mπορούμε να επιτύχουμε πολλά, όταν λειτουργούμε ως συντεταγμένο σύνολο, σε συνεργασία με τη διεθνή κοινότητα. Αυτό είναι το δίδαγμα το οποίο πρέπει να κρατήσουμε, καθώς εισερχόμαστε δυναμικά στην μετά την Covid-19 εποχή» τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κατά τον χαιρετισμό της στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των Μελών του ΣΕΒ.

Η κυρία Σακελλαροπούλου υπογράμμισε ότι η έξοδος από την πρωτοφανή υγειονομική κρίση που έπληξε τη χώρα μας και τον πλανήτη φαίνεται να είναι πλέον αρκετά κοντά. Όπως σημείωσε «η ανακάλυψη του εμβολίου, αποτέλεσμα της επιτυχούς συνέργειας ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα και τη διεθνή επιχειρηματικότητα, και η τήρηση του προγράμματος των εμβολιασμών, αποτελούν ορόσημο για την πλήρη επάνοδο».

Ωστόσο, επισήμανε, ότι ο δρόμος της επιστροφής στην κανονικότητα δεν είναι εύκολος, καθώς η πανδημία έχει δοκιμάσει τις αντοχές των εθνικών οικονομιών και μετράει ήδη σημαντικές απώλειες θέσεων εργασίας παγκοσμίως. Υπενθύμισε, επίσης, ότι η Ελλάδα είχε μόλις αρχίσει να ανακάμπτει από τη δεκαετή οικονομική κρίση, όταν κληθήκαμε ξανά να αντιμετωπίσουμε συνθήκες με αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις για την κοινωνία και την οικονομία.

Αναφερόμενη στις προοπτικές που ανοίγονται στη μετά Covid-19 εποχή, εστίασε στα νέα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, που ενισχύουν τα εθνικά οπλοστάσια για τον περιορισμό και τη σταδιακή ανάσχεση του εύρους και του βάθους των επιπτώσεων της πανδημίας. Παράλληλα, υποστήριξε, ότι η κοινή ευρωπαϊκή δράση στην αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης ενδυναμώνει την πίστη στην αναγκαιότητα εμβάθυνσης της συνεργασίας και αλληλεγγύης για τη βελτίωση της συλλογικής ανθεκτικότητας απέναντι σε δυνητικές διαταραχές που θα προκληθούν εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και του ψηφιακού μετασχηματισμού.

Ειδικότερα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισήμανε ότι «σήμερα μπορούμε να είμαστε περισσότερο αισιόδοξοι, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι πολλές μορφές ανισοτήτων έχουν διευρυνθεί τον τελευταίο χρόνο. Ανισότητες μεταξύ γενεών, μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων, μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ κρατών που έχουν πληγεί με ανομοιογενή τρόπο από την πανδημία και ανακάμπτουν με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς».

Παρατήρησε, ακόμη, ότι «ζούμε σε κοινωνίες που, παρότι είναι οικονομικά αναπτυγμένες και τεχνολογικά προηγμένες, παραμένουν ιδιαίτερα ασταθείς και ευάλωτες, ενώ οι υφιστάμενοι μηχανισμοί ελέγχου και αποτροπής κινδύνων δεν είναι πλέον επαρκείς για να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις. Αν δεν διασφαλιστεί ότι η μετάβαση πραγματοποιείται με δίκαιο τρόπο και με νέα, κατάλληλα θεσμικά εργαλεία, οι σύγχρονες μεταβιομηχανικές διακινδυνεύσεις, που συνδέονται με ενδεχόμενες αναταραχές από την ανεξέλεγκτη κλιματική μετανάστευση, τις εμπορικές και γεωπολιτικές συγκρούσεις και τoν ψηφιακό αναλφαβητισμό, θα οδηγήσουν σε έκρηξη ανισοτήτων».

Για τον λόγο αυτό, τάχθηκε υπέρ μιας ταχείας και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψης, χαρακτηρίζοντάς την, ζωτικής σημασίας για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου και ευημερούντος μέλλοντος και προσθέτοντας ότι «απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να ενισχύσουμε το αίσθημα της ατομικής μας συμβολής και συλλογικής ευθύνης».

Όπως ανέφερε «εξίσου καθοριστική είναι η προετοιμασία του κόσμου της εργασίας και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της βιομηχανίας. Στη χώρα μας, η παραγωγή και η μεταποίηση μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην ενδυνάμωση της εξωστρέφειας και στη θεμελίωση ενός αναπτυξιακού υποδείγματος που συνδυάζει αρμονικά την ανάπτυξη και την οικονομική απόδοση με την κοινωνική ευημερία και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.

Η επιτάχυνση των επενδύσεων στην πρωτοποριακή έρευνα και η υιοθέτηση τεχνολογικών καινοτομιών θα συντελέσουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας και την αξιοποίηση ανθρώπινου δυναμικού με υψηλά προσόντα, με όλες τις θετικές επιδράσεις που αυτό συνεπάγεται».

Πρόσθεσε, επίσης, ότι στους μήνες που πέρασαν, και παρά τις δυσκολίες, ο κλάδος της μεταποίησης παρουσίασε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα και ευχαρίστησε τους επιχειρηματίες, τους εργαζόμενους, και όλους τους βιομηχανικούς και κοινωνικούς εταίρους, που συνεισέφεραν στον αγώνα να αντιμετωπίσουμε από κοινού τα εμπόδια στην οικονομία και την κοινωνία μας.

Καταλήγοντας, η κυρία Σακελλαροπούλου, τόνισε ότι στο μέλλον οι επιχειρήσεις καλούνται να επενδύουν σε καινοτομία με θετικό κοινωνικό αντίκτυπο και υποστήριξε ότι η νέα Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Στρατηγική αναδεικνύει τη σπουδαιότητα ανάπτυξης νέων και παραδοσιακών βιομηχανικών κλάδων που συμμορφώνονται με τα υψηλότερα κοινωνικά, εργασιακά και περιβαλλοντικά πρότυπα.

«Παράλληλα, μια σειρά από μηχανισμούς αυτορρύθμισης, όπως οι κώδικες δεοντολογίας και η εταιρική κοινωνική ευθύνη, καθώς και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο που σχετίζονται με τη δέουσα επιμέλεια των επιχειρήσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία του περιβάλλοντος, υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη σημασία που έχει η υπεύθυνη και βιώσιμη επιχειρηματικότητα για το ομαλό πέρασμα στη νέα εποχή. Ταυτόχρονα, δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε να οικοδομηθεί μια θετική σχέση μεταξύ επιχειρήσεων και κοινωνίας» συμπλήρωσε.

Τέλος, τόνισε, ότι η ανάγκη ισχυροποίησης της σχέσης των επιχειρήσεων με την κοινωνία ως κεντρική προτεραιότητα και πυξίδα για το αύριο και τις επόμενες γενιές, αποτελεί προοπτική, που προσδίδει μια νέα δυναμική, ώστε η ελληνική βιομηχανία όχι απλώς να καταφέρει να προσαρμοστεί στις μεγάλες προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, αλλά να γίνει επιταχυντής και καταλύτης νέων τρόπων σκέψης και δράσης, που θα συγκροτήσουν το αξιακό υπόστρωμα μιας πιο συμπεριληπτικής ανάκαμψης της χώρας μας, προς όφελος όλων μας.