Δύο μήνες πριν συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής, ο Φίλιππος, Δούκας του Εδιμβούργου, απεβίωσε και καταγράφεται στην ιστορία ως ο Έλληνας πρίγκιπας. Γεννημένος στις 10 Ιουνίου 1921  ως Πρίγκιπας Φίλιππος της Ελλάδος και της Δανίας ήταν ο σύζυγος της Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου. Αποτελούσε το μακροβιότερο αρσενικό μέλος της Βρετανικής Βασιλικής Οικογένειας.

Γεννήθηκε στην Ελλάδα, όμως η οικογένειά του εξορίστηκε από τη χώρα όταν εκείνος ήταν ακόμη βρέφος. Ήταν ο μόνος γιος και το πέμπτο παιδί του Ανδρέα της Ελλάδας και της Αλίκης του Μπάττενμπεργκ. Οι τέσσερις μεγαλύτερες αδελφές του Φίλιππου ήταν η Μαργαρίτα, η Θεοδώρα, η Καικιλία και η Σοφία. Βαπτίσθηκε Χριστιανός Ορθόδοξος με αναδόχους την γιαγιά του Όλγα της Ελλάδας και τον δήμαρχο της Κέρκυρας Αλέξανδρο Κοκοτό. Έχοντας εκπαιδευτεί στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, κατετάγη σε ηλικία 18 ετών στο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, το 1939. Από τον Ιούλιο του 1939 άρχισε να αλληλογραφεί με τη 13χρονη τότε πριγκίπισσα Ελισάβετ, η οποία ήταν μακρινή ξαδέλφη του, την οποία είχε συναντήσει για πρώτη φορά το 1934. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο Βρετανικό Στόλο Μεσογείου και στο Βρετανικό Στόλο Ειρηνικού.

Μετά τον πόλεμο, ο Φίλιππος πήρε την απαιτούμενη άδεια από το Γεώργιο ΣΤ΄ προκειμένου να παντρευτεί την Ελισάβετ. Πριν από την επίσημη ανακοίνωση του αρραβώνα τους, εγκατέλειψε τους ελληνικούς και δανικούς βασιλικούς του τίτλους και έγινε Βρετανός υπήκοος, υιοθετώντας το επώνυμο Μαουντμπάττεν των παππούδων του από την πλευρά της μητέρας του. Μετά από ένα αρραβώνα πέντε μηνών, παντρεύτηκε την Ελισάβετ, στις 20 Νοεμβρίου 1947.

Λίγο πριν από το γάμο, ο βασιλιάς του χορήγησε τον τίτλο Βασιλική Υψηλότητα και τον έχρισε Δούκα του Εδιμβούργου. Ο Φίλιππος αποστρατεύθηκε όταν η Ελισάβετ έγινε βασίλισσα το 1952, έχοντας προηγουμένως φθάσει μέχρι το βαθμό του αντιπλοιάρχου. Η σύζυγός του τον ονόμασε Πρίγκιπα του Ηνωμένου Βασιλείου το 1957.

Ο Φίλιππος απέκτησε τέσσερα παιδιά με την Ελισάβετ: τον Κάρολο, την Άννα, τον Ανδρέα και τον Εδουάρδο. Έχει οκτώ εγγόνια και δέκα δισέγγονα. Μέσω διατάγματος, το 1960, δόθηκε η δυνατότητα στους απογόνους του Φιλίππου και της Ελισάβετ που δεν έφεραν τίτλους να χρησιμοποιούν το επώνυμο Μαουντμπάττεν-Ουίνδσορ.

Ως μεγάλος υποστηρικτής των αθλημάτων, ο Φίλιππος βοήθησε στο να αναπτυχθεί η ιπποδρομία συνδυασμένης οδήγησης. Ήταν προστάτης σε πάνω από 800 οργανώσεις και υπηρετεί ως πρόεδρος του προγράμματος «Βραβείο του Δούκα του Εδιμβούργου» για νέους ηλικίας 14 έως 24 ετών.

Σύντομα μετά από τη γέννηση του Φιλίππου, ο μητρικός παππούς του, Λουδοβίκος του Μπάττενμπεργκ, μετέπειτα γνωστός ως Λούις Μαουντμπάττεν, Μαρκήσιος του Μίλφορντ Χέιβεν, πέθανε στο Λονδίνο. Ο Λουδοβίκος ήταν πολιτογραφημένος ως Βρετανός υπήκοος, ο οποίος είχε αρνηθεί τους γερμανικούς τίτλους του και είχε υιοθετήσει το επώνυμο Μαουντμπάττεν, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Φίλιππος και η μητέρα του μετέβησαν στο Λονδίνο για την κηδεία, όμως ο πατέρας του Ανδρέας δεν παρέστη, βρισκόμενος στο Μικρασιατικό μέτωπο. Ο πόλεμος τερματίστηκε με την ήττα της Ελλάδας και, στις 21 Σεπτεμβρίου 1922, ο θείος του Φιλίππου, Κωνσταντίνος Α΄, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το θρόνο, ενώ ο πατέρας του συνελήφθη από το στρατιωτικό καθεστώς που είχε επιβληθεί στην Αθήνα. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποφασίστηκε η εξορία του πρίγκιπα Ανδρέα από την Ελλάδα. Το βρετανικό πολεμικό πλοίο HMS Calypso παρέλαβε την οικογένεια του Ανδρέα, με το Φίλιππο να μεταφέρεται ασφαλώς μέσα από ένα αυτοσχέδιο κρεβατάκι φτιαγμένο από κουτιά φρούτων. Αρχικά η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε ένα σπίτι που τους παραχωρήθηκε από την πλούσια θεία του Φιλίππου, Μαρία. Επειδή έφυγε από την Ελλάδα στη βρεφική του ηλικία, δεν απέκτησε καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Το 1992 είχε δηλώσει ότι μπορούσε να καταλάβει ένα συγκεκριμένο ποσοστό της γλώσσας.

Η μητέρα του τοποθετήθηκε σε άσυλο, καθώς είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια και οι επαφές τους ήταν ελάχιστες για τα επόμενα χρόνια της παιδικής του ηλικίας.

Ο Φίλιππος συμμετείχε στη Μάχη της Κρήτης και, κατά τη διάρκεια της Ναυμαχίας του Ταινάρου, βρισκόταν στον έλεγχο των προβολέων του θωρηκτού. Για τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις αυτές τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος με τον Ελληνικό Πολεμικό Σταυρό. Σημαντική πράξη του θεωρείται η τροφοδότηση των λεβητών του πλοίου μεταφοράς στρατευμάτων RMS Empress of Russia.

Το 1939, ο Γεώργιος ΣΤ΄ και η σύζυγός του Ελισάβετ επισκέφθηκαν το Βασιλικό Ναυτικό Κολέγιο Μπριτάνια. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, η βασίλισσα και ο θείος του Φιλίππου, Λουδοβίκος, ζήτησαν από εκείνον να συνοδεύσει τις δύο κόρες του βασιλιά, την Ελισάβετ και την Μαργαρίτα, οι οποίες ήταν μακρινές ξαδέλφες του. Η Ελισάβετ, δεκατριών ετών τότε, ερωτεύθηκε τον Φίλιππο και ξεκίνησε να αλληλογραφεί μαζί του. Τελικά, το καλοκαίρι του 1946, ο Φίλιππος ζήτησε και πήρε την άδεια από το Γεώργιο προκειμένου να παντρευτεί την κόρη του. Ο βασιλιάς ενέκρινε το αίτημα υπό τον όρο ότι οποιαδήποτε επίσημη δέσμευση έπρεπε να καθυστερήσει μέχρι τα εικοστά γενέθλια της Ελισάβετ.  Τον Μάρτιο του 1947, ο Φίλιππος εγκατέλειψε τους ελληνικούς και δανικούς βασιλικούς του τίτλους και υιοθέτησε το επώνυμο της οικογένειας της μητέρας του, Μαουντμπάττεν, ενώ απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα. Ο αρραβώνας τους ανακοινώθηκε επίσημα στις 10 Ιουλίου 1947.

Αν και ο Φίλιππος θεωρούταν πάντοτε Αγγλικανός και συμμετείχε στις αγγλικανικές λειτουργίες, ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Τζέφρυ Φίσερ ήθελε να τοποθετήσει επίσημα τον Φίλιππο στην Εκκλησία της Αγγλίας, κάτι που το πέτυχε τον Οκτώβριο του 1947. Μία ημέρα πριν από το γάμο ο βασιλιάς Γεώργιος έδωσε στον Φίλιππο τον τίτλο προσφώνησης Βασιλική Υψηλότητα και την ημέρα του γάμου, στις 20 Νοεμβρίου 1947, τον ονόμασε Δούκα του Εδιμβούργου, Κόμη του Μέριονεθ και Βαρώνο Γκρίνουιτς.

Στο γάμο δεν προσκλήθηκαν συγγενείς του Φιλίππου από τη Γερμανία, όπως οι τρεις εν ζωή αδελφές του, καθώς ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από τον πόλεμο.

Με την υγεία του βασιλιά Γεωργίου να επιδεινώνεται, η Ελισάβετ και ο Φίλιππος διορίστηκαν στο Ανακτοβούλιο, στις 4 Νοεμβρίου 1951. Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1952, το ζευγάρι ξεκίνησε μια περιοδεία στις χώρες της Κοινοπολιτείας. Ωστόσο, στις 6 Φεβρουαρίου 1952, όταν βρίσκονταν στην Κένυα, ο πατέρας της Ελισάβετ απεβίωσε και εκείνη έγινε βασίλισσα. Ο Φίλιππος ήταν μάλιστα εκείνος που της μετέδωσε την είδηση του θανάτου του βασιλιά.

Μετά την άνοδό της στο θρόνο, η βασίλισσα ανακοίνωσε, επίσης, ότι ο Δούκας του Εδιμβούργου, Φίλιππος, θα είχε θέση και προτεραιότητα έναντι άλλων δίπλα της για όλες τις περιπτώσεις, εκτός εάν προβλεπόταν διαφορετικά από νόμο του κοινοβουλίου. Αυτό σήμαινε ότι ο Φίλιππος θα υπερίσχυε τις περισσότερες φορές έναντι του γιου του, πρίγκιπα Καρόλου, ο οποίος είναι διάδοχος του θρόνου.

Ως σύζυγος της βασίλισσας, ο Φίλιππος υποστήριξε τη σύζυγό του στα νέα της καθήκοντα και τη συνόδευσε σε τελετές, όπως στο κοινοβούλιο, σε δείπνα και ταξίδια στο εξωτερικό. Ως πρόεδρος της επιτροπής στέψης, ήταν το πρώτο μέλος της βασιλικής οικογένειας που πέταξε με ελικόπτερο για να επισκεφθεί τα στρατεύματα που επρόκειτο να λάβουν μέρος στην τελετή ενθρόνισης.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η νύφη του, Μαργαρίτα, σχεδίαζε να παντρευτεί ένα διαζευγμένο και μεγαλύτερο από εκείνη άντρα, τον Πίτερ Τάουντσεντ, και ο τύπος κατηγόρησε τον Φίλιππο ως εχθρό του δεσμού αυτού. Εκείνος αρνήθηκε την ανάμιξή του, ενώ το ζευγάρι τελικώς χώρισε.

Το 1956 καθιέρωσε, μαζί με τον Κουρτ Χαν, το «Βραβείο του Δούκα του Εδιμβούργου», προκειμένου να δώσει στους νέους το αίσθημα της ευθύνης για τον εαυτό τους και τις κοινότητές τους. Την ίδια χρονιά ίδρυσε το Συνέδριο Μελέτης της Κοινοπολιτείας σχετικά με τις ανθρώπινες πτυχές των βιομηχανικών ζητημάτων. Τα έτη 1956-1957, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο με το πλοίο HMY Britannia και κήρυξε την έναρξη των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων της Μελβούρνης, ενώ επισκέφθηκε και την Ανταρκτική.

Εκείνη την περίοδο δημοσιεύματα στον τύπο ισχυρίστηκαν ότι η βασίλισσα και ο δούκας απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλο, κάτι που εξόργισε το δούκα και λύπησε τη βασίλισσα, με αποτέλεσμα να εκδοθεί μια έντονα διατυπωμένη διάψευση. Σε αντίθεση με τις φήμες κατά πέρασμα των χρόνων, η βασίλισσα και ο δούκας φαίνεται να διατηρούν μια ισχυρή σχέση καθ΄ όλη τη διάρκεια του γάμου τους, παρά τις προκλήσεις της βασιλείας της Ελισάβετ. Η βασίλισσα είχε αναφερθεί στον πρίγκιπα Φίλιππο με αφορμή το Διαμαντένιο Ιωβηλαίο το 2012 ως η «σταθερή δύναμή της και ο οδηγός» της.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1957, η Ελισάβετ χορήγησε στο σύζυγό της τον τίτλο του πρίγκιπα του Ηνωμένου Βασιλείου, μέσω βασιλικού διατάγματος. Έτσι, από την ίδια ημερομηνία έγινε γνωστός ως «Αυτού Βασιλική Υψηλότητα ο Πρίγκιπας Φίλιππος, Δούκας του Εδιμβούργου». Ο Φίλιππος διορίστηκε στο Ανακτοβούλιο του Καναδά, στις 14 Οκτωβρίου 1957, λαμβάνοντας τον προβλεπόμενο όρκο αφοσίωσης ενώπιον του βασίλισσας στην καναδική κατοικία της, το Ρίντο Χολ.

Το 1969, βρισκόμενος στον Καναδά, ο Φίλιππος μίλησε σχετικά με τις απόψεις του για τη δημοκρατία:

“Είναι ένα τελείως λανθασμένη αντίληψη να φανταστεί κανείς ότι η μοναρχία υφίσταται προς το συμφέρον του μονάρχη. Αυτό δεν ισχύει. Υπάρχει προς το συμφέρον του λαού. Εάν σε οποιαδήποτε στιγμή οποιοδήποτε έθνος αποφασίσει ότι το σύστημα αυτό δεν είναι αποδεκτό, τότε είναι στο χέρι τους να το αλλάξουν.

Στις αρχές του 1981, ο Φίλιππος έγραψε μια επιστολή στον πρωτότοκο γιο του, Κάρολο, συμβουλεύοντάς τον είτε να προχωρήσει σε γάμο με την Νταϊάνα Σπένσερ είτε να διακόψει τη σχέση που είχε μαζί της. Ο Κάρολος αισθάνθηκε πιεσμένος από τον πατέρα του προκειμένου να λάβει μια απόφαση, κάτι που τελικώς έκανε, προτείνοντας την Νταϊάνα σε γάμο τον Φεβρουάριο. Ο γάμος τους πραγματοποιήθηκε έξι μήνες αργότερα.

Το 1992, ο γάμος του πρίγκιπα και της πριγκίπισσας της Ουαλίας είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Η βασίλισσα και ο Φίλιππος παρέθεσαν μια συνάντηση ανάμεσα στον Κάρολο και την Νταϊάνα, προσπαθώντας να πετύχουν ένα συμβιβασμό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Φίλιππος έγραψε μια επιστολή στην Νταϊάνα, εκφράζοντας την απογοήτευσή του τόσο για το γιο του όσο και για την ίδια, ζητώντας της να εξετάσει τη συμπεριφορά της και του συζύγου της.  Η Νταϊάνα εκτίμησε την πρόθεση του Φιλίππου προκειμένου να μην υπάρξει διαζύγιο, κάτι που ωστόσο ήταν αναπόφευκτο.

Ένα χρόνο μετά το διαζύγιο του Καρόλου και της Νταϊάνα, η τελευταία σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Παρίσι, στις 31 Αυγούστου 1997. Την εποχή εκείνη, ο δούκας ήταν σε διακοπές στο Κάστρο Μπαλμόραλ με μέλη της βασιλικής οικογένειας. Οι δύο γιοι της Νταϊάνα, Ουίλλιαμ και Χάρρυ, ήθελαν να μεταβούν στην εκκλησία κι έτσι οι παππούδες τους τους πήγαν εκείνο το πρωί. Για πέντε ημέρες, η βασίλισσα και ο δούκας προστάτευσαν τα εγγόνια τους από το έντονο ενδιαφέρον του τύπου, κρατώντας τα στο Μπαλμόραλ, όπου μπόρεσαν να θρηνήσουν ιδιωτικά το χαμό της μητέρας τους.

Την ημέρα της κηδείας, ο Φίλιππος, ο Ουίλλιαμ, ο Χάρρυ, ο Κάρολος και ο αδελφός της Νταϊάνα, Τσαρλς Σπένσερ, περπάτησαν πίσω από τη πομπή που τη μετέφερε στους δρόμους του Λονδίνου.[63] Κατά τα επόμενα χρόνια, ο Μοχάμεντ Φαγιέντ, του οποίου ο γιος Ντόντι Φαγιέντ σκοτώθηκε επίσης στο δυστύχημα, ισχυρίστηκε ότι ο πρίγκιπας Φίλιππος διέταξε το θάνατο της Νταϊάνα και ότι το ατύχημα ήταν στημένο. Ωστόσο, σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές, αποφάνθηκε το 2008 ότι δεν υπήρχε απόδειξη μιας τέτοιας συνωμοσίας.

Κατά τη διάρκεια του Χρυσού Ιωβηλαίου της Ελισάβετ, το 2002, ο δούκας είχε επαινεθεί από τον Πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων για το ρόλο στην υποστήριξη της βασίλισσας, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της. Αποτελεί το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της Βρετανικής Βασιλικής Οικογένειας. Ο χρόνος του ως σύζυγος της βασίλισσας είναι μεγαλύτερος από κάθε άλλο πρώην σύζυγο μονάρχη στη βρετανική ιστορία. Ωστόσο, η Βασιλομήτωρ Ελισάβετ (η πεθερά του), που πέθανε σε ηλικία 101 ετών, είχε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.

Τον Ιούνιο του 2011, σε μια συνέντευξη για τα 90α γενέθλιά του, είπε ότι επρόκειτο να επιβραδύνει και να μειώσει τα καθήκοντά του, αναφέροντας ότι είχε κάνει το «κομμάτι» του. Για τα γενέθλιά του η βασίλισσα του χάρισε τον τίτλο του Λόρδου Αρχιναυάρχου.