Η προαναγγελία για επιπλέον 2 έως 4 αυξήσεις επιτοκίων, η αναθεώρηση επί τα χείρω για ανάπτυξη και πληθωρισμό, αλλά και η υπενθύμιση ότι διατηρεί ενεργές τις επανεπένδυσης ομολόγων στα προγράμματα APP και PEPP, σε συνδυασμό με μια τεχνική προσαρμογή για τις καταθέσεις από εθνικές κεντρικές τράπεζες, αποτελούν τα σημεία κλειδιά που ερμηνεύουν την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και δίνουν σήμα για τις επόμενες κινήσεις.

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των δηλώσεων της επικεφαλής της ΕΚΤ, κυρίας Κριστίν Λαγκάρντ, το Capital.gr επικοινώνησε με ελληνικές και ξένες τράπεζες, αλλά και με οίκους αξιολόγησης προκειμένου να ζητήσει την πρώτη εκτίμηση και ερμηνεία για τη μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίου που έχει προβεί η Τράπεζα σε μια συνεδρίαση.

Οι επικεφαλής οικονομολόγοι της Eurobank κ. Τάσος Αναστασάτος, της Εθνικής Τράπεζας κ. Νίκος Μαγγίνας, της γερμανικής Berenberg κ. Holger Schmieding, της Moody’s Analytics κ. Kamil Kovar, και ο διευθυντής της Fitch Ratings κ. Charles Seville, που παρακολουθούσαν τις ανακοινώσεις και την ομιλία της κυρίας Λαγκάρντ, αναλύουν τις λεπτομέρειες που βρίσκονται πίσω από τις γραμμές.

Νέος στόχος για επιτόκιο άνω του 2%

Eurobank, ETE, Berenberg, Moody’s Analytics και Fitch συμφωνούν στην εκτίμηση ότι η ΕΚΤ θα προχωρά εμπροσθοβαρώς σε μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων προκειμένου να προλάβει την επιβράδυνση που έρχεται. Με το σκεπτικό που αναπτύχθηκε, το τελικό επιτόκιο πλέον προεξοφλείται άνω του 2% που εκτιμούσε μέχρι τώρα η αγορά ή 1,5%.

Τα βήματα στις επόμενες 2-4 αυξήσεις

Έτσι, αναμένεται άλλη μια αύξηση κατά 50 μονάδες βάσεις τον Οκτώβριο και άλλη μία ή δύο κατά 25 μονάδες βάσεις στο επόμενο διάστημα. Ο λόγος είναι ότι η ανάπτυξη το α’ και β’ τρίμηνο ήταν ισχυρή για την Ευρωζώνη, κάτι που μπορεί να είναι και το γ’ τρίμηνο, εξαιτίας της ζήτησης σε υπηρεσίες και τουρισμό.

Όμως, η ΕΚΤ φοβάται την επιβράδυνση στη συνέχεια, κάτι που αποτυπώνεται στις εκτιμήσεις για το 2023. Ανησυχεί και για τη διατήρηση των υψηλών τιμών ενέργειας, ενώ στο χειρότερο σενάριο προβλέπει ύφεση και εκτίναξη πληθωρισμού, αν διακοπεί η ροή φυσικού αερίου και η Ευρώπη αντιμετωπίσει δυσκολίες στην προμήθεια από εναλλακτικές πηγές.

Γιατί τόσο μεγάλη αύξηση τώρα

Συνεπώς, η μεγάλη αύξηση του βασικού επιτοκίου καταθέσεων κατά 75 μονάδες βάσης δεν αποτέλεσε απάντηση μόνο στην εκτίναξη του πληθωρισμού στο 9,1% στην Ευρωζώνη και την πρόθεση να στείλει ισχυρό μήνυμα ότι η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να ελέγξει τον πληθωρισμό, ακόμα κι αν τα μακροοικονομικά μεγέθη δεν είναι ισχυρά. Το μέγεθος της ανόδου περιλαμβάνει πολιτικές ισορροπίες με τα γεράκια της ΕΚΤ και μία τακτική: να γίνει πιο αυστηρή η νομισματική πολιτική τώρα που υπάρχουν περιθώρια από τον ρυθμό ανάπτυξης, προκειμένου να υπάρξουν μικρότερες αυξήσεις όταν επιδεινωθεί η ανάπτυξη.

Με το βλέμμα και στα ομόλογα

Την ίδια στιγμή, η αναφορά της στα προγράμματα APP και PEPP με επαναγορές ομολόγων μέχρι το 2024 ήταν η υπενθύμιση ότι φροντίζει για τη ρευστότητα και για τον περιορισμό των spread στις αγορές ομολόγων. Η αναφορά αυτή κρίνεται θετική για τα ελληνικά ομόλογα, αλλά περισσότερο το ενδιαφέρον της ΕΚΤ και της Ευρωζώνη στρέφεται προς τις υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ιταλίας.

Πάντως, οι αναλυτές εκτιμούν ότι τα προγράμματα APP, PEPP και το νέο εργαλείο παρέμβασης στις αγορές ομολόγων TPM είναι ικανά να απορροφήσουν κραδασμούς.

Προσαρμογή επιτοκίου καταθέσεων από κυβερνήσεις

Μία ακόμα λεπτομέρεια που ανακοινώθηκε ξεχωριστά από τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής ανέφερε την απόφαση να αρθεί το πλαφόν του 0% στο επιτόκιο με το οποίο καταθέτουν οι κυβερνήσεις στην ΕΚΤ. Από τώρα και μέχρι τις 30 Απριλίου 2023, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα λαμβάνουν επιτοκίο, όσο είναι το βασικό της ΕΚΤ, δηλαδή 0,75%, σήμερα.

Τάσος Αναστασάτος, Επικεφαλής Οικονομολόγος Eurobank

Είναι αξιοσημείωτο το μέγεθος της προς τα κάτω αναθεώρησης των προβλέψεων για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη το 2023, αν και η ΕΚΤ στο βασικό της σενάριο δεν βλέπει ύφεση, και της ανοδικής αναθεώρησης για τον πληθωρισμό, ανέφερε στο Capital.gr ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, κ. Τάσος Αναστασάτος. Όπως εξήγησε, αυτό, σε συνδυασμό με τη φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε από την επικεφαλής της ΕΚΤ, κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, δείχνει ότι η Τράπεζα βλέπει ότι η πορεία προς τον στόχο για πληθωρισμό 2% είναι μακρύτερη από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως.

Επίσης, η ανακοίνωση των προθέσεων για 2-4 αυξήσεις επιτοκίων, χωρίς να δίνει, όμως, κάποια συγκεκριμένη ένδειξη ως προς τον βηματισμό, λειτουργεί θετικά στην αγορά, καθώς δίνει ένα πλαίσιο αναφοράς. Αυτην τη στιγμή η αγορά προεξοφλεί μία ακόμη αύξηση κατά 50 μονάδες βάσεις και άλλη μία ή δύο αυξήσεις κατά 25 μ.β. έκαστη. Ωστόσο, η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι θα αποφασίζει τις κινήσεις της “συνάντηση προς συνάντηση”, χωρίς δηλαδή να δεσμεύεται εκ των προτέρων για την κίνησή της και συνεκτιμώντας κάθε φορά την πορεία των θεμελιωδών μεγεθών. Από την άλλη πλευρά, προσθέτει ο κ. Αναστασάτος, επανέλαβε την πρόθεση διατήρησης των επανεπενδύσεων ομολόγων στα προγράμματα APP και PEPP για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που στόχο είχε να επαναβεβαιώσει τις αγορές για το ότι θα παρέχει επαρκή ρευστότητα ώστε να μεταδίδεται ομαλά η νομισματική πολιτική.

“Εκτιμώ ότι η ΕΚΤ προχωρά σε εμπροσθοβαρείς αυξήσεις επιτοκίων, μολονότι αναγνωρίζει τις επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη, ώστε να αποτρέψει να παγιωθούν πληθωριστικές προσδοκίες και να μεταδοθούν στους μισθούς, κάτι που θα αύξανε πολύ το κόστος του αποπληθωρισμού στην ανάπτυξη αλλά και θα έπληττε την αξιοπιστία της. Οι εμπροσθοβαρείς αυξήσεις επιτοκίων επιτρέπουν να ολοκληρωθεί ο κύκλος των αυξήσεων συντομότερα, σε μία προσπάθεια να τιθασευτεί η πλεονάζουσα ζήτηση με το δυνατόν μικρότερο κόστος στην προσφορά της οικονομίας”, υπογράμμισε.

Νίκος Μαγγίνας, Επικεφαλής Οικονομολόγος Εθνικής Τράπεζας

Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Εθνικής Τράπεζας, κ. Νίκο Μαγγίνα, η ΕΚΤ υψώνει τους τόνους και προετοιμάζει την αγορά σχετικά με την αποφασιστικότητα της να ελέγξει τον πληθωρισμό -που τροφοδοτείται το 2023-2024 κυρίως από την υπόθεση τριπλάσιων τιμών αεριου από ό,τι αναμενόταν τον Ιούνιο-, προχωρώντας σε εμπροσθοβαρείς κινήσεις. Παράλληλα, διατηρεί περιθώρια ευελιξίας για στήριξη της ρευστότητας και προσαρμογών ανάλογα με το πώς εξελίσσονται τα μακροοικονομικά μεγέθη τα οποία αναθεώρησε σημαντικά προς πιο δυσμενή κατεύθυνση.

“Εκτιμούμε ότι από τις σημερινές ανακοινώσεις, η ΕΚΤ δίνει πλέον στίγμα για καταληκτικό βασικό επιτόκιο υψηλότερο του 2% που προεξοφλούσε μέχρι πριν λίγες μέρες η αγορά. Ωστόσο, ακόμη και μετά τις αναδιατυπώσεις η αναμενόμενη κίνηση των επιτοκίων συνεχίζει να μην αποτελεί επιθετική σύσφιξη και υποκρύβει ταυτόχρονη εγρήγορση για τυχόν ταχεία επιδείνωση των οικονομικών και χρηματοοικονομικών συνθήκων, καθώς το νέο βασικό σενάριο επιθετικότερης αύξησης επιτοκίων εδράζεται στην υπόθεση στασιμότητας και όχι έντονης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας”.

Εξηγώντας περαιτέρω, ο κ. Μαγγίνας προσέθεσε ότι ο λεκτικός τόνος και η ίδια η απόφαση που στοχεύει πρωταρχικά στον περιορισμό των πληθωριστικών προσδοκιών, ταυτόχρονα υπογράμμισαν την ευαισθησία της ΕΚΤ στην πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών, καθώς τα παρακολουθεί στενά, δημιουργεί βασικό και εναλλακτικά σενάρια, ενώ διατηρεί την ευελιξία προσαρμογής των αποφάσεων από συνεδρίαση σε συνεδρίαση. Διευκρινίζοντας την υπενθύμιση για συνέχιση των επανεπενδύσεων στο APP και στο PEPP, ο κ. Μαγγίνας σημείωσε ότι αποτελεί επίσης ενδεικτικό στοιχείο της ανησυχίας της για την οικονομία, τη ρευστότητα και τις αγορές ομολόγων, αλλά και του χαρακτηριστικού της ευελιξίας που θέλει να διατηρεί.

Holger Schmieding, επικεφαλής οικονομολογος της Berenberg

“H EKT αποφάσισε να αυξήσει και τα τρία βασικά της επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης, φτάνοντας το κύριο επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 1,25% και το βασικό επιτόκιο καταθέσεων στο 0,75% ως απάντηση στον πληθωρισμό 9,1% που καταγράφηκε στην Ευρωζώνη”, ανέφερε ο επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής επενδυτικής τράπεζας Berenberg, Holger Schmieding.

Αναμένονται περισσότερες αυξήσεις, καθώς η ΕΚΤ χαρακτήρησε τον πληθωρισμό “πάρα πολύ υψηλό” και τα επίπεδα των επιτοκίων, πριν από την απόφαση, “εξαιρετικά διευκολυντικά”. Η ΕΚΤ απέφυγε να δώσει ξεκάθαρο μήνυμα για το πόσο θα πρέπει ακόμα να αυξήσει τα επιτόκια. Όμως, ο τόνος από την ανακοίνωση και την αναφορά της κυρίας Λαγκάρντ για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων “σε πολλές συνεδριάσεις” σηματοδοτεί τουλάχιστον δύο αυξήσεις, αλλά όχι περισσότερες από πέντε. Επίσης, ο κ. Schmieding επεσήμανε και την εξάλειψη του μηδενικού επιτοκίου από τις καταθέσεις των διαθεσίμων από τις κεντρικές τράπεζες, κάτι που σηματοδοτεί το τέλος των μηδενικών επιτοκίων.

Kamil Kover, Senior Economist στη Moody’s Analytics

“Σύμφωνα με τις περισσότερες προσδοκίες, η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 0,75 της μονάδας, παρέχοντας περαιτέρω επιβεβαίωση ότι έχει εγκαταλείψει κάθε σταδιακότητα και προχωρά σε ταχεία σύσφιξη της πολιτικής της”, ανέφερε στο Capital.gr o επικεφαλής οικονομολόγος της Moody’s Analytics, κ. Kamil Kovar. “Ο ταχύς ρυθμός [σ.σ. αύξησης επιτοκίων] θα συνεχιστεί τουλάχιστον για την επόμενη συνεδρίαση, πριν από μια πιθανή συγκράτηση τον χειμώνα. Η προσπάθεια της ΕΚΤ να τιθασεύσει τον πληθωρισμό είναι απίθανο να εκτροχιαστεί ακόμη και από τυχόν αποδυνάμωση της οικονομίας -οι νέες προβλέψεις εκτιμούν ότι η ανάπτυξη θα σταματήσει το 2023- και η ΕΚΤ πιθανότατα θα οδηγήσει τα επιτόκια πάνω από το ουδέτερο επίπεδο”, διευκρίνισε.

Charles Seville, Senior Director στη Fitch Ratings

“Η αλλαγή στην αντίδραση της ΕΚΤ στον πληθωρισμό ήταν ταχεία. Η σημερινή (σ.σ. χθεσινή) αύξηση των 75 μονάδων βάσης “προωθεί” την προσαρμογή που απαιτείται για να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός, αλλά η δήλωση καθιστά επίσης σαφές ότι τα επιτόκια θα συνεχίσουν να αυξάνονται στις επόμενες συνεδριάσεις, παρά την αναθεώρηση προς τα κάτω των προοπτικών ανάπτυξης, οι οποίες αναμφισβήτητα εξακολουθούν να είναι υπερβολικά αισιόδοξες”.