Χρονικό διάστημα που μπορεί να υπερβεί και τους πέντε μήνες απαιτείται ώστε να καταλήξει η όποια διαδικασία επαναπροσδιορισμού του κατώτατου μισθού. Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, σε τηλεοπτική του συνέντευξη, περί «διπλής αύξησης» εντός του 2022, «άνοιξε την όρεξη». Το 2% με το οποίο έχει ήδη αποφασιστεί να αυξηθούν οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα (663 ευρώ μικτά), από 1ης.1.2022, φαντάζει «μικρό», με δεδομένο ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα. Όμως κάθε πρόβλεψη φαντάζει επισφαλής, αν δεν αποτυπωθούν οι τελικές εκτιμήσεις από τους διάφορους φορείς (εργοδοτών και εργαζομένων), όταν το υπουργείο Εργασίας αποφασίσει να γίνει η επίσημη εκκίνηση της διαδικασίας.

Σε κάθε περίπτωση, οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα αφορούν περίπου 700.000 εργαζόμενους, αλλά επιδρούν και στους τομείς ίων ευέλικτων μορφών εργασίας (π.χ. μερική απασχόληση). Επίσης, τουλάχιστον 20 επιδόματα αλλάζουν, όπως το επίδομα ανεργίας, καθώς το ύψος του προκύπτει σε σχέση με τον κατώτατο μισθό. Το ίδιο ισχύει και για το επίδομα αφερεγγυότητας εργοδότη καθώς και τα επιδόματα που χορηγούνται σε ασκούμενους φοιτητές, αλλά και το επίδομα μαθητείας.

Δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αφού αναφέρθηκε στο σκέλος της «δεύτερης αύξησης» που θα γίνει τη νέα χρονιά, ξεκαθάρισε ότι θα πρέπει πρώτα να λάβει υπ’ όψιν του και τις εκτιμήσεις του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας.

Ως είθισται υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην εκτίμηση που γίνεται, καθώς και στην τελική πρόταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι για να προκύψει το 2% της αύξησης του 2022, απόφαση που έλαβε ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, τον περασμένο Ιούλιο, υπήρξαν προτάσεις που ξεκινούσαν από το «πάγωμα» των αποδοχών (ΕΣΕΕ, ΓΣΕ-ΒΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ) μέχρι αύξηση 15.4% (ΓΣΕΕ).

Πώς γίνεται η διαδικασία: Ορίζεται στην αρχή κάθε έτους τριμελής επιτροπή, που συντονίζει τη διαβούλευση μεταξύ των φορέων. Σε αυτή συμμετέχει ο εκάστοτε πρόεδρος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), καθώς και ένας εκπρόσωπος από το υπουργείο Οικονομικών και ένας από το υπουργείο Εργασίας. Πραγματοποιείται πρόσκληση προς τους εξειδικευμένους φορείς.

Υπενθυμίζεται ότι δικαίωμα υποβολής «γνώμης» για τον κατώτατο μισθό έχουν, βάσει νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος, η ΕΛΣΤΑΤ, ο ΟΑΕΔ, το ΚΕΠΕ, ο ΟΜΕΔ, η ΕΙΕΑΔ, καθώς και τα Ινστιτούτα των εκπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ, ΙΝΕΜΥ -ΕΣΕΕ, ΙΝΣΕΤΕ, ΙΟΒΕ).

Οι φορείς συντάσσουν έκθεση αξιολόγησης του ισχύοντος κατώτατου μισθού, καθώς και του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. Στη συνέχεια, έτος τα τέλη Μαρτίου υποχρεώνονται οι φορείς να υποβάλλουν την έκθεσή τους στην αρμόδια επιτροπή διαβούλευσης. Ακολούθως, σχετικός φάκελος υποβάλλεται προς τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, για να τοποθετηθούν και εκείνοι με τη σειρά τους, με ανάλογο υπόμνημα, στο οποίο θα περιγράφουν και θα τεκμηριώνουν αναλυτικά τη θέση τους. Οι εκθέσεις και τα διάφορα υπομνήματα συγκεντρώνονται από την αρμόδια επιτροπή διαβούλευσης το αργότερο έως τις 15 Απριλίου. Μέχρι τις 30 Απριλίου πρέπει τα στοιχεία αυτά να έχουν αποσταλεί στο Κέντρο Προγραμμαπσμού και Οικονομικών Ερευνών, έτσι ώστε να συνταχθεί το τελικό πόρισμα της διαβούλευσης. Η τελική μορφή του θα προκύπτει σε συνεργασία με πενταμελή επιτροπή και αποστέλλεται έως τα τέλη Μαΐου στους επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου, δηλαδή στον υπουργό Οικονομικών και στον υπουργό Εργασίας. Στη συνέχεια, ο υπουργός Εργασίας λαμβάνει υπ΄ όψιν του το πόρισμα και εισηγείται το τελικό ύψος της όποιας αύξησης, καθώς και την έναρξη εφαρμογής της.

του Βασίλη Αγγελόπουλου από τη Ναυτεμπορική