Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος πολέμου, δεν εκτυλίχθηκε κατά τα αρχικά προβλεπόμενα. Η εξέλιξη ήταν πρώτιστα κόλαφος για τους Ρώσους. Που όπως φάνηκε έκαναν εσφαλμένη ανάλυση του πλαισίου, μέσα στο οποίο θα πραγματοποιούσαν την εισβολή τους. Αυτό που προσδοκούσαν να είναι μια ειδική στρατιωτική επιχείρηση και όχι ένας πόλεμος, με βαριές και για τους ίδιους συνέπειες. Τόσο η εμπειρική προσέγγιση στην ανάλυση της Ουκρανίας, όσο και η ροή πληροφοριών για το τι πραγματικά ίσχυε στη χώρα και τη συμπεριφορά της oυκρανικής κοινωνίας, ήταν εσφαλμένες.

Οι Ρώσοι πίστευαν ότι η εισβολή τους στην Ουκρανία, θα εξελίσσονταν, όπως η επέμβασή τους στη Γεωργία, που είχε εξελιχθεί σε έναν ανέξοδο και υγιεινό περίπατο για τους ίδιους και το γόητρό τους. Τόσο τα παντελώς διαφορετικά μεγέθη, σε έκταση και πληθυσμό των δύο χωρών, όσο και η ποιοτική διαφοροποίηση σε σχέση με τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεών τους, αλλά και την ενίσχυση, που είχε δηλωθεί ευθύς εξ αρχής ότι θα παρασχεθεί από τη Δύση, δε δικαιολογούσαν οποιουσδήποτε παραλληλισμούς και αναλογίες. Ακόμα και η εμπειρία της Ρωσίας, από την ‘εύκολη’ προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 αλλά και την εδραίωση των φιλικών αυτονομιστικών της δυνάμεων σε τμήμα του Ντομπάς, το επόμενο χρονικό διάστημα, πραγματοποιήθηκαν μέσα σε ένα τελείως διαφορετικό χωρόχρονο. Ούτε υφίσταντο δυτικές κυρώσεις, ούτε και η Ουκρανία είχε προλάβει να συνέλθει από την εξέγερση στην πλατεία Μαιντάν και την ανατροπή του φιλορώσου Προέδρου. Έκτοτε οι Ουκρανοί απέκτησαν εμπειρία μάχης, μέσα από τη διαρκή αντιπαράθεση στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ, ενώ προμηθεύτηκαν και σύγχρονο εξοπλισμό σε διάρκεια οκταετίας.

Αλλά και στο πεδίο της ψυχολογικής αποτίμησης της διάθεσης των Ουκρανών, υπήρξε παντελής αστοχία ανάλυσης, από τους Ρώσους. Προσδοκούσαν ότι ειδικά στις ανατολικές Ρωσόφωνες περιοχές, με χαρακτηριστικότερες το Χάρκοβο και τη Μαριούπολη, θα τύγχαναν υποδοχής ελευθερωτών και ηρώων. Σε κάθε περίπτωση εκτιμούσαν ότι η εισβολή τους, κατά το προηγούμενο σε αδρές αναλογίες, της επέμβασης του Βιετνάμ στη Καμπότζη, θα αντιμετωπίζονταν με ανακούφιση από τους Ρωσόφωνους. Θεωρούσαν ότι η Ουκρανική κοινωνία ήταν βαθιά διχασμένη και απογοητευμένη από τη διαφθορά και την υπανάπτυξη. Υποτίμησαν ότι η Ουκρανική συνείδηση είχε σφυρηλατηθεί, τόσο με βάση εθνοτικές καταβολές και μνήμες, ειδικά στο Δυτικό τμήμα της χώρας, αλλά και σε σχέση με την επιθυμία των Ουκρανών, περιλαμβανομένων και των Ρωσόφωνων, ειδικά στα Ανατολικά, να ζήσουν σε ένα ανεξάρτητο κράτος. Και να μην τεθούν υπό τον έλεγχο του Ρωσικού καθεστώτος, που δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τη Ρωσία και την αγάπη τους, για την ιστορική και πολιτισμική τους κοιτίδα.

Με την εισβολή της η Ρωσία, που δεν εξελίχθηκε σε μια ειδική στρατιωτική επιχείρηση, που θα της εξασφάλιζε τον έλεγχο μιας χώρας 44 εκατομμυρίων με ελάχιστο κόστος και υποδομές, πέτυχε να σφυρηλατήσει το αίσθημα ενότητας, μεταξύ των Ουκρανών. Είναι η αυτονόητη αντίδραση για να επιβιώσεις. Ταυτόχρονα επέτεινε την αποξένωσή της από τους πληθυσμούς, που εκ των πραγμάτων υποφέρουν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από την έναρξη του πολέμου 150 ενορίες, εγκατέλειψαν την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, που υπάγεται στο Πατριαρχείο της Μόσχας και εντάχθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, που έχει σημείο αναφοράς το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Λέγεται ότι η ίδια η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, που βλέπει το ποίμνιό της να φθίνει, καθώς θεωρείται ως προέκταση του προπαγανδιστικού μηχανισμού του Πατριάρχη Κυρίλλου της Μόσχας, αξιολογεί το ενδεχόμενο να διαρρήξει τους δεσμούς της με το Ρωσικό Πατριαρχείο.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, προκαλεί ποταμούς αίματος και ανυπολόγιστες καταστροφές. Η ψυχική αποξένωση και η βαθιά δυσπιστία, από έναν συγγενικό της λαό, θα καθορίσουν σε βάθος χρόνου, την πορεία και τις συνέπειες ενός παράλογου πολέμου, με προεκτάσεις στη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις της ρωσικής κοινωνίας.