Η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά εξακολουθεί να είναι εύφλεκτη. Αφορμή οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Κι όσο συνεχίζεται αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, ειδικότερα με τους εθνικιστές στην Τουρκία να έχουν βγει στο προσκήνιο για να κηρύξουν τον πόλεμο στην Ελλάδα «που έχει σφετεριστεί νησιά και δικαιώματα της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο», ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου με απρόβλεπτες συνέπειες καραδοκεί.

Η Αγκυρα έχει δηλώσει ότι πλέον δεν θα πρόκειται για ατύχημα, αλλά για συνειδητή επιλογή. Μάλιστα, όχι μόνο διά στόματος Τσαβούσογλου, αλλά και διά στόματος του ίδιου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που πλέον έχει υιοθετήσει την άκρως εθνικιστική ρητορική.

Η διαρροή στη γερμανική εφημερίδα «Ντι Βελτ», όσο και να προκαλεί την οργή της Αγκυρας, έχει προκαλέσει και έναν κύκλο συζητήσεων για το αν πράγματι κάποιοι στρατιωτικοί αντέδρασαν σε τέτοιο αίτημα της ηγεσίας Ερντογάν και επέλεξαν τον γερμανικό Τύπο για να βγει η είδηση προς τα έξω. Μάλιστα, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το γιατί δεν αποτέλεσε επιλογή μεγάλης κυκλοφορίας αμερικανική εφημερίδα, όπως γινόταν στο παρελθόν. Μία άλλη εκδοχή ταυτίζει τη διαρροή με το περιστατικό της φρεγάτας «Λήμνος» με το «Kemal Reis».

Ομως το σημαντικό δεν είναι αν η διαρροή είναι πραγματική ή προϊόν προπαγάνδας από τη μία ή την άλλη πλευρά εντός ή εκτός Τουρκίας. Αλλά ποιοι είναι οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει τον Ερντογάν σε τόσο σκληρή κι επιθετική γραμμή. Ο Ερντογάν που όλα τα προηγούμενα χρόνια απέφευγε έντεχνα τις αιτιάσεις των εθνικιστών, συμπεριλαμβανομένου και του αντίστοιχου μπλοκ στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που τον κατηγορούσε «για απραξία σε ελληνική εισβολή σε τουρκικά νησιά στο Αιγαίο». Ο Ερντογάν που όταν δεχόταν πιέσεις για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ακόμη κι έναν χρόνο πριν, απαντούσε γεμίστε πρώτα το Μπλε Τζαμί και μετά συζητάμε για την Αγιά Σοφιά.

Αναλυτές εστιάζουν στην οικονομία και στα προβλήματα που επιδεινώθηκαν με τις συνέπειες του κορωνοϊού. Φυσικά, και ό,τι συνεπάγεται αυτό σε δημοτικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι πολύ δυνατό χαρτί που βγάζει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν νικητή σε κάθε εκλογική αναμέτρηση είναι η οικονομία, με την οποία κατάφερε ειδικότερα τα πρώτα 15 χρόνια διακυβέρνησής του να ενισχύσει τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα που αποτελούν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.

Φυσικά δεν περνά απαρατήρητο ότι η γραμμή που έχει υιοθετήσει και επιδεινώνεται τον τελευταίο καιρό είναι ταυτόσημη με αυτή του Εθνικιστικού Κινήματος του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, του άτυπου κυβερνητικού εταίρου. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που συμφωνούν ότι με αυτή τη σκληρή νεοοθωμανική πολιτική εστιάζει σε αυτούς τους ψηφοφόρους που, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, αγγίζουν το 20% (Καλό Κόμμα της Ακσενέρ + Κόμμα Μπαχτσελί), αλλά και στο εθνικιστικό μπλοκ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που δεν είναι αμελητέο.

Αυτά όμως δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά στοιχεία. Καθώς δείχνουν ότι η σημερινή ηγεσία στην Αγκυρα, ακόμη και να εννοεί εκατό τοις εκατό τα όσα παραθέτουν παράλληλα οι αξιωματούχοι σε κάθε άκρως επιθετική δήλωση, περί προθέσεως για διάλογο, είναι εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο της κλιμακούμενης ρητορικής που έχει καλλιεργήσει πολεμικό κλίμα. Πλέον πολεμοκάπηλοι εθνικιστές που τα τελευταία 20 χρόνια ήταν στην αφάνεια αλωνίζουν στα παράθυρα των μεγαλύτερων τουρκικών δικτύων. Οι πιο σώφρονες στην Τουρκία πιστεύουν, λένε και γράφουν ότι μια σύρραξη Ελλάδας – Τουρκίας είναι σχεδόν απίθανη και πως οι πολεμοκάπηλοι θα απογοητευτούν. Δεν αποτελούν όμως την πλειοψηφία.

Η στάση της ΕΕ, όσο σκληρή και να είναι, δεν φαίνεται να έχει θετικές επιδράσεις στην Αγκυρα, αλλά μάλλον την εκνευρίζει καθώς πλέον πιστεύει ότι δεν έχει να χάσει κάτι, ειδικότερα όσο διαθέτει και το χαρτί του Μεταναστευτικού.

Σε περίπτωση που ναυαγήσει και η ενδονατοϊκή πρωτοβουλία που δεν έχει ξεκινήσει και με τις καλύτερες προϋποθέσεις, το δεύτερο ήμισυ του Σεπτέμβρη φαντάζει δυσοίωνο.

του Ανδρέα Ρομπόπουλου, από Τα Νέα