Φτωχότερη είναι από σήμερα η Ελλάδα. Ένας από τους πλέον εμβληματικούς ανθρώπους του πολιτισμού δεν είναι μαζί μας. Ο Αλέκος Φασιανός, «έφυγε» από τη ζωή σε ηλίκια 87 ετών.

Ο εμβληματικός ζωγράφος, που σφράγισε με το έργο του την εποχή του, είχε γεννηθεί το 1935 στην Αθήνα. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών το διάστημα 1956-1960 στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη.

Μελέτησε την Αρχαία Ελληνική αγγειογραφία και τη Βυζαντινή εικονογραφία. Παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην École des Βeaux-Αrts του Παρισιού, με υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964), κοντά στους Pierre-Eugène Clairin και Georges Dayez.

Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ από το 1990 ζει και εργάζεται στο Παρίσι και στην Αθήνα. Από το 1959, έτος της πρώτης ατομικής του παρουσίασης στην Αθήνα, έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από ογδόντα ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Το έργο του έχει παρουσιαστεί σε διεθνή μουσεία και είναι μέρος μεγάλων δημοσίων και ιδιωτικών συλλογών. Συμμετείχε σε σημαντικές εικαστικές διοργανώσεις ανά τον κόσμο όπως την Biennale της Βενετίας, Biennale Σάο Πάολο κ.α.

Ο Αλέκος Φασιανός ασχολήθηκε επίσης με την χαρακτική, τον σχεδιασμό αφισών, καθώς και την σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο Αθηνών (Αμερική του Κάφκα σε σκηνοθεσία, Αλέξη Σολωμού, 1975, Ελένη του Ευριπίδη, 1976, Όρνιθες και Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, 1978 κ.ά.).

Ανέλαβε την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γνωστών ποιητών και συγγραφέων όπως του Ελύτη, του Σολωμού του Καβάφη, του Ταχτσή, του Λουίς Αραγκόν του Απολλιναίρ, του Υβ Ναβάρ και πολλών άλλων.

Έχει επίσης εκδώσει δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Ασχολήθηκε επίσης με την αρχιτεκτονική μελέτη και το design. Για το σύνολο της δουλειάς του έχουν γυριστεί τέσσερις ταινίες για την ελληνική και την γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν μονογραφίες του, που αναφέρονται στην εικαστική παραγωγή του.

Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» είχε μιλήσει για την προσωπική και καλλιτεχνική διαδρομή του από την Αθήνα στο Παρίσι.

Αναλυτικά η συνέντευξη:

«Έγινα ζωγράφος για να είμαι ελεύθερος. Η ζωή είναι αναπνοή για μένα. Δράση, έκφραση, αγωνία για το επόμενο έργο, αλλά και λύτρωση κάθε φορά που υλοποιείται. Από μικρός κατάλαβα ότι αυτό ήταν το πάθος μου. Παιδί ακόμα σκεφτόμουν να γίνω καπετάνιος, αλλά με απασχολούσε η ερώτηση: Πώς θα ζωγράφιζα μέσα στο καράβι; Μέσα στο καράβι; Η μητέρα μου ήθελε να γίνω φιλόλογος.

Η ίδια ήταν φιλόλογος, επιθεωρήτρια Λυκείου μάλιστα. Μου έλεγε: “Γίνε καθηγητής να έχεις μια σταθερή εργασία και ζωγράφιζε τα Σαββατοκύριακα. Ο γείτονας μας, ο κύριος Τσίρκας, αυτό κάνει. Είναι οδοντίατρος και κάθε Κυριακή ψέλνει στην εκκλησία, που του αρέσει πολύ”. “Εγώ θέλω μόνο να ζωγραφίζω”, της απαντούσα. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός. Είχε μαθητές τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, καλός δάσκαλος.

Έτσι έμαθα βιολί και μουσική και σιγά-σιγά πίστεψε σε μένα. Φιλούσε με αγάπη ό,τι ζωγράφιζα. Με τη μητέρα μου κάναμε συχνά βόλτες στα αρχαία μνημεία. Ακουμπούσαμε το χέρι μας επάνω τους και μoυ έλεγε: “Σκέψου, Αλέξη, όλους εκείνους που δημιούργησαν αυτό τον πολιτισμό!”. Όσο το έλεγε εμένα η φαντασία μου ταξίδευε… Θαύμαζα… Μία φορά είχα δει τυχαία να ξεπροβάλλει ένα μαρμάρινο χέρι από το χώμα. Στην αρχή τρόμαξα. Μετά πλησίασα και το άγγιξα. Μαγικό! Αυτό ήταν το έναυσμα να εμπνευστώ τον σύγχρονο Έλληνα. Αυτό που έρχεται από την Αρχαιότητα αλλά με τη σύγχρονη μορφή του».

Το Παρίσι είναι η πόλη των τεχνών

«Αφού τελείωσα τη Σχολή Καλών Τεχνών, πήρα υποτροφία από το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας. Η Γαλλία αγκάλιαζε τους καλλιτέχνες, είχε οργανωμένους χώρους τέχνης. Έφυγα λοιπόν – τρεις μέρες ταξίδι με τρένο. Έκανα αμέσως έκθεση και είχε πάει πολύ καλά. Έτσι πήρα δύναμη και κουράγιο να συνεχίσω. Έκατσα σχεδόν σαράντα χρόνια και να φανταστεί κανείς πως την πρώτη μέρα που έφτασα ήθελα να φύγω.

Υπέφερα από το γκρίζο και τους καπνούς της πόλης. Γίνονταν σημαντικά πράγματα εκεί για μένα και όφειλα να μείνω. Στο μυαλό μου βέβαια η “αιώνια επάνοδος”. Έτσι τα καλοκαίρια γυρνούσα, ο Ελύτης με συμβούλευε να γυρίζω. Παρόλο που τα πράγματα πήγαιναν καλά, δεν αποδέχτηκα το γαλλικό διαβατήριο. Τους ευχαρίστησα που μου το πρόσφεραν, αλλά δεν το χρειαζόμουν. Όπως δεν ήθελα να γίνω καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών και στην Beaux Arts.

Για τον ίδιο λόγο, να είμαι ελεύθερος, να χειρίζομαι τον χρόνο όπως προτιμούσα. Στο Παρίσι έγινα φίλος με διάφορους, ποιητές, συγγραφείς, λόγιους, πολιτικούς. Σε ένα εστιατόριο μου σύστησαν τυχαία τον Λουί Αραγκόν και εκείνος χαρούμενος μου λέει: “Σας έχω μια έκπληξη, ακολουθήστε με”.

Με οδήγησε στο σπίτι του όπου για μεγάλη μου χαρά είδα στους τοίχους του έργα μου, ανάμεσα σε έργα του Πικάσο, του Μπρακ και κάποιων σουρεαλιστών. Μου είπε ότι είμαι ο τελευταίος Μεσογειακός ζωγράφος. Είναι αλήθεια. Πώς να ξεφύγω από τον ήλιο, τις ώχρες, τα μπλε; Μου είπε πως μαθαίνω τον κόσμο ένα νέο τρόπο να αγαπά. Ο Μιτεράν επίσης έχει τιμήσει τη δουλειά μου. Η Μελίνα Μερκούρη με ονόμασε κάποτε εθνικό ζωγράφο, όταν όμως ο Μιτεράν το άκουσε, της απάντησε πως είμαι δικός τους εθνικός ζωγράφος.

Μου άρεσε να εικονογραφώ βιβλία ποιητών, συγγραφέων. Έτσι κάθε φορά που το πρότεινα το έκανα με προθυμία. Ζακ Λακαριέρ, Ιβ Ναβάρ, Λουί Αραγκόν, Πολ Βαλερί -στο μουσείο του οποίου έκανα και έκθεση-, σε εκδόσεις Fata Morgana, A. Biren, Ζαν-Μαρί Ντρο, Απολινέρ, αλλά και Ελληνες. Είχα εικονογραφήσει Σολωμό, Καβάφη, Σαχτούρη, Ρίτσο και άλλους.

Στο Παρίσι οι φίλοι ανταμώναμε συχνά, λέγαμε ιδέες, απόψεις, σχολιάζαμε τα νέα και την καθημερινότητα. Ήταν εποικοδομητικό. Σαν ο ποιητής να εμπνέει τον ζωγράφο και ο ζωγράφος τον ποιητή. Με χαρά τα ακούγαμε όλα, χωρίς σοβαροφάνεια και μεγαλοστομίες. Έπαιζε ρόλο το Παρίσι, λοιπόν, όχι γιατί μου άρεσε ή επειδή γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, αλλά τελικά επειδή με έκανε να δω την Ελλάδα με μάτι ελεύθερο. Να μην είμαι περιγραφικός ελληνιστής, αλλά να καταλάβω το πνεύμα το ελληνικό.

Όταν είσαι μακριά, αποφεύγεις τις ίντριγκες και τις ζηλοφθονίες. Τα μουσεία έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Πλούσια σε εκθέσεις η Γαλλία, επισκεπτόμουν εκθέσεις τακτικά, έβλεπα από κοντά τα αριστουργήματα που είχαν προηγηθεί. Η παρατήρηση και η γνώση σε βοηθάνε να ξεχωρίσεις το σημαντικό από το μέτριο. Έτσι μαθαίνεις τον δρόμο της αναμέτρησης. Προσπαθείς να βελτιώνεσαι και να εξελίσσεσαι. Αυτό είναι ατέρμονο.

Ο Χοκουσάι στα 89 του είπε: “Επιτέλους, έμαθα το κύμα! Σημασία έχει να μαθαίνεις να το κάνεις με τον δικό σου τρόπο. Παίρνεις μαθήματα από τους παλιούς και το εκφράζεις διαφορετικά με το δικό σου αποτύπωμα. Μην αντιγράφεις”. Άμα δεν είχα τον δικό μου τρόπο, δεν θα ήμουν τίποτα.

Δεν ωφελούμαι. Είναι η ανάγκη ανακάλυψης του εαυτού σου. Μεγάλο πράγμα η αυτογνωσία και πολύ δύσκολη να την κατακτήσεις. Όπως είπα, εκφράζω την ελληνικότητα, δεν αντιγράφω τα αρχαία. Με τα χρόνια άλλαξε η έκφραση, επειδή όμως πλέεις στα ίδια νερά βλέπεις τα ίδια βουνά, το ίδιο φως. Είσαι Έλληνας! Πώς να το κάνουμε, δεν είσαι διαφορετικός».

Η σύντροφος και τα παιδιά

«Υπήρξα προσηλωμένος στο έργο μου. Περνούσα πολλές ώρες στο ατελιέ μου στο Παρίσι, στην Αθήνα, στην Κέα. Ταξίδευα για τις εκθέσεις. Σκεπτόμουν, λοιπόν, ότι αν ένωνα τη ζωή μου με μια σύντροφο, ούτε εκείνη θα ήταν ευτυχής με το δικό μου πρόγραμμα, ούτε εγώ -αφού από αίσθημα υπευθυνότητας- θα αισθανόμουν άσχημα που δεν θα μπορούσα να της προσφέρω όσα θα ονειρευόταν. Ήταν η ζωγραφική η απόλυτη προτεραιότητα.

Αργότερα υπήρξε ανατροπή. Ήρθαν η Μαρίζα, ο Νίκος, η Βικτώρια. Νίκησα τον φόβο της συνύπαρξης. Δεν με εμπόδισαν, δεν άλλαξαν τις συνήθειές μου, τις εμπλούτισαν. Η Μαρίζα περπατούσε ανάλαφρα, δεν υπήρξε θορυβώδης, κατάφερνε παράλληλα να είναι λογική και πνευματώδης. Οπότε κατάλαβα ότι θα ζήσω όμορφα μαζί της.

Με τα παιδιά εξάσκησα την αιώνια παιδικότητά μου, την οποία διαφυλάσσω ως κόρη οφθαλμού. Παίξαμε πολύ, φτιάξαμε αυτοσχέδια παιχνίδια, χειροποίητα. Αναλύσαμε τη μυθολογία. Ψαρέψαμε, είδαμε πολλά είδη φυτών, ψαριών, τα ζωγραφίσαμε. Τα παιδιά είναι απαραίτητο να μαθαίνουν, να γνωρίζουν, να αγαπούν τη φύση, απ’ όπου και προέρχονται.

Μόνο έτσι θα τη σεβαστούν αργότερα και θα της φερθούν με ευγένεια. Δημιουργήσαμε σκηνή θεάτρου και παίξαμε Καραγκιόζη με δικές μας φιγούρες.

Τελικά φτάνεις στις ρίζες σου, τα ιερά παιδικά βιώματα. Ζωγραφίζεις ακόμα πιο αυθεντικά!

Ποτέ δεν ήθελα να ακολουθήσω κάποιο εικαστικό ρεύμα, από τον φόβο μήπως και δεν θεωρηθώ ενταγμένος. Δεν ήθελα αυτή την καταπίεση. Η επαφή με τα παιδιά, ο αυθορμητισμός τους, η καθαρότητά τους, αυτό καταδεικνύει. Να είσαι ο εαυτός σου και όχι κάτι άλλο απλώς για να ικανοποιείς τους κριτές σου.

Κάποτε με πλησίασε ένας ζωγράφος, ο οποίος ήταν απόλυτα ενταγμένος στο ρεύμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή και με ρώτησε: “Φασιανέ, είσαι καλός ζωγράφος, αλλά δεν βλέπεις τα ρεύματα γύρω σου; Δεν πρέπει να τα ακολουθήσεις; Εγώ, όπως βλέπεις, τα ακολουθώ…”. Τότε του απάντησα: “Να σε ρωτήσω και εγώ κάτι;”. “Ναι”, απαντά. “Εγώ, όταν ζωγραφίζω, χαίρομαι πολύ, εσύ, όταν ζωγραφίζεις, χαίρεσαι καθόλου;”. Έφυγε χωρίς να απαντήσει…

Αυτό είπα και στα παιδιά μου. Να σέβονται, να εκτιμούν, να αξιολογούν και να έχουν το θάρρος της γνώμης τους. Είναι δύσκολο να διαπαιδαγωγήσεις. Η φασαρία, οι τιμωρίες, εκεί στην εφηβεία, ίσως να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Κάποιες φορές, που τα παιδιά αργούσαν να επιστρέψουν, περίμενα να κλείσουν την πόρτα του δωματίου τους και μετά άφηνα απέξω σημειώματα.

Έγραφα για παράδειγμα: Νίκος νυχτοπόντικας, Βικτώρια νυχτερίδα. Το διάβαζαν την επομένη και η διόρθωση γινόταν. Το μήνυμα περνούσε… Σήμερα χαίρομαι που βλέπω τον Νίκο να ασκεί την Αρχιτεκτονική, μία των τεχνών, με ευαισθησία και ταλέντο και τη Βικτώρια να υπηρετεί την τέχνη με εντιμότητα και αφοσίωση».

Η καθημερινότητα

«Χρησιμοποιώ τα χέρια μου διαρκώς. Φτιάχνω έπιπλα με τα χέρια μου. Τραπεζάκια, κομοδίνα, καθίσματα με τον δικό μου τρόπο. Χρησιμοποιώ πολλά υλικά. Πλάθω με πηλό, χυτεύω σε μπρούντζο. Φτιάχνω φωτιστικά, αντικείμενα, πιάτα, μαχαίρια, πιρούνια σαν δρακάκια, ψαράκια… διάφορα. Είναι συμπληρωματικά της ζωγραφικής απαραίτητα.

Ο άνθρωπος μπορεί να είναι πολυπράγμων. Να δημιουργεί ο καθένας όπως αισθάνεται. Μου αρέσει να ράβω τα ρούχα μου. Κάνω πατρόν και προχωρώ. Ή μεταποιώ. Επάνω σ’ ένα πουλόβερ ράβω ένα δικό μου δρακάκι αντί για γραβάτα στη θέση της γραβάτας και έτσι γίνεται προσωπικό. Να έχει ο καθένας το ύφος του. Μαντάρω τις κάλτσες μου, όχι από οικονομία, αλλά γιατί μου αρέσει η διαδικασία. Με το ξύλινο αυγό.

Κάποτε ένας γκαλερίστας με είδε να ράβω ένα κουμπί στο σακάκι μου και με ρωτά: “Μα, Φασιανέ, αντί να ζωγραφίζεις, ράβεις κουμπιά;”. Του είπα ότι, αν δεν ράψω το κουμπί μου, δεν μπορώ να κάνω καλό έργο. Γέλασε. Απολαμβάνω και τη μαγειρική. Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία στην επιλογή και τη χρήση των υλικών ώστε να επιτύχει το έδεσμα. Αυτή η πρόκληση με ενδιαφέρει. Με συναντούν και με αποκαλούν “δάσκαλο” και αναρωτιέμαι: τι σας δίδαξα, εφαρμόζετε τις διδαχές μου;».

Ο Έλληνας διαχρονικά

«Με έχουν ρωτήσει πώς είναι δυνατόν να βάζω σε ένα έργο τον Ελληνα απελευθερωτή, τον αρχαίο, ένα κουστουμαρισμένο και έναν τσολιά. Μα φυσικά και ναι, γιατί αυτός ακριβώς είναι και ο συμβολισμός των έργων μου, μια αόρατη κλωστή που συνδέει την Ιστορία αυτού του τόπου στο πέρασμα των αιώνων.

Μέλημά μου δεν είναι να κάνω μια απλή καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος ή, στην προκειμένη περίπτωση, την απεικόνιση μιας μάχης, αλλά να περάσω ένα απλό μήνυμα: τη δύναμη που αντλούν οι άνθρωποι όταν τους συνδέουν η κοινή καταγωγή, οι διαχρονικές συνήθειες, τα ερεθίσματά τους και ο μύθος τους. Το θάρρος και η αυταπάρνηση για έναν κοινό σκοπό. Την προάσπιση της γλώσσας τους, της Ιστορίας τους και των αναμνήσεων.

Ζωγραφίζω ό,τι αισθάνομαι, ό,τι με αγγίζει γύρω από τη ζωή. Έχω κάνει πολλά έργα για τους Μεσολογγίτες και το πνεύμα τους, μια και κατάγομαι από εκεί. Τους έχω εμπνευστεί οδηγούμενους υπό Αρχαίους Ελληνες εις τη δόξα, έχω ζωγραφίσει και ποδηλάτες σημαιοφόρους, αγγέλους με ξίφος, και δράκους με φωτιές. Ο,τι ζει πλέον μόνο στα όνειρά μας, έτσι είναι η τέχνη. Ένα όνειρο ασυγκράτητο χωρίς περιορισμούς.

Άρα φυσικά και με εμπνέει η Ελληνική Επανάσταση, γιατί πάντα έβρισκα ενδιαφέρον ότι το πάθος για τη συνέχεια του έθνους μας δημιούργησε ιδεολογικές αφυπνίσεις όπως η υπεράσπιση της αρχαίας ελληνικής καταγωγής μας και η εμφάνιση του Γαλλικού Διαφωτισμού που μας κληροδότησε η Φιλική Εταιρεία. Η ανάπτυξη ενός απελευθερωτικού ήθους μέσα από την Ορθοδοξία, η συμπάθεια που καλλιεργήθηκε στους λόγιους και φιλελεύθερους Ευρωπαίους υπέρ του εθνικού αγώνα».

Μία νέα ταυτότητα

«Οι σύγχρονοι Έλληνες θέλουμε έμπνευση και κατεύθυνση για να προωθήσουμε τον πολιτισμό. Να βοηθάει και η Πολιτεία σε αυτό. Να προαγάγουμε τον πολιτιστικό τουρισμό και να χτίσουμε μια νέα ταυτότητα. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί το Μουσείο του Πειραιά δεν έχει επισκέπτες. Να γίνει γνωστό στον κόσμο, έχει πέντε καταπληκτικά χάλκινα αγάλματα, μοναδικά στον κόσμο. Η Ελλάδα θα χρειαστεί τα σωστά εκείνα εργαλεία για να βρει ισορροπία και στόχο. Είμαι αισιόδοξος».

Η πανδημία

«Μία ακόμα πανδημία μαστίζει την ανθρωπότητα. Δεν ήρθε για να μας διδάξει, δεν ήρθε για να τιμωρηθούμε για τα λάθη, τις αμαρτίες, τις υπερβολές μας. Είθε να μην ερχόταν! Αλίμονο αν χρειάζεται μια συμφορά για να στρέφονται προς το καλό, σε αυτά που θα έπρεπε να πρεσβεύουν, να εφαρμόζουν και να καθορίζουν τη ζωή τους!

Τον αλληλοσεβασμό, την απλότητα, τη γνώση, την αυτοβελτίωση, την πίστη στις αξίες. Εμείς επιλέγουμε τον δρόμο… και φυσικά δεν είναι ο φόβος θανάτου, ο επιβεβλημένος αυτοπεριορισμός -ώστε να αναχαιτιστεί ο ιός- που θα μας οδηγήσουν στο να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.

Είναι αυτά που διαχρονικά χρειάζεται να καλλιεργούμε: την αλληλεγγύη, την αγάπη, την παιδεία, την αναγνώριση ως σπουδαίου εκείνου που ταπεινά δημιουργεί και προσφέρει και όχι εκείνου που επαίρεται και αυτοπροβάλλεται. Έτσι θα μπορούμε να αντιμετωπίζουμε και τον εκάστοτε “δράκο”, που μας απειλεί με τον σωστότερο δυνατό τρόπο.

Προς το παρόν, κάντε παράδεισό σας τον χώρο σας. Αν φέρουμε τον παράδεισο μέσα μας, ακόμα και σ’ ένα μικρό δωματιάκι απομονωμένοι, θα είμαστε πλήρεις».