Από την ακατάσχετη ονοματολογία των ημερών για το ποιος θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα ήταν προτιμότερη μια δημόσια συζήτηση για το ποιος αξίζει αληθινά να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

του Κώστα Τζαβάρα*

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα προηγείται λογικά, ηθικά και πολιτικά κάθε άλλου ζητήματος που αφορά την επικείμενη διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Και ασφαλώς, γιατί ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα κριθεί η ορθότητα ή μη της επιλογής και κατ’ επέκταση η ευρύτητα ή μη της αποδοχής του προσώπου που θα κληθεί να αναλάβει το ύπατο δημοκρατικό αξίωμα της Χώρας για την επόμενη πενταετία. Κυρίως όμως και γιατί με τον τρόπο αυτό θα προκύψουν εκείνα τα πρόσωπα που είναι τα πλέον κατάλληλα να αναλάβουν το αξίωμα του Αρχηγού του Κράτους, όχι με βάση τη λαμπερή εικόνα τους, αλλά με βάση την πολιτική τους ικανότητα και την προσωπική τους αξία. Δηλαδή όχι με βάση τη διασημότητά τους, αλλά με βάση τη σημαντικότητά τους. Από αυτή την άποψη, κάθε αξιοκρατική υποψηφιότητα θα πρέπει να συγκεντρώνει εχέγγυα επάρκειας και αξιοπιστίας για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Οι αρμοδιότητες αυτές, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986, που ως γνωστόν υπήρξε το κανονιστικό επακόλουθο της πολιτικής σύγκρουσης δύο μεγάλων ιστορικών ηγετών, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, έχουν συρρικνωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με βάση το α. 30 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος να είναι μεν γενικά ο «ρυθμιστής του Πολιτεύματος», πλην όμως να μην διαθέτει συγκεκριμένες ουσιαστικές ρυθμιστικές αρμοδιότητες. Όπως μάλιστα υποστηρίζει ο αείμνηστος καθηγητής Αριστόβουλος Μάνεσης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά το 1986 διαθέτει την σημαντική, πλην όμως άτυπη, αρμοδιότητα να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για «την εναρμόνιση των σχέσεων μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας όταν το κομματικό σύστημα δεν κατορθώνει να αυτορρυθμιστεί» ή να μεσολαβεί στις σχέσεις μεταξύ Κυβέρνησης, Βουλής και εκλογικού σώματος, όταν αυτές διαταράσσονται.

Όπως προσφυώς έχει παρατηρηθεί, η ως άνω συνταγματική διάταξη «νομιμοποιεί τη δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να συμβάλλει, με ενέργειες που αρμόζουν στο κύρος του, στην απεμπλοκή [σ.σ. της λειτουργίας του πολιτεύματος] από καταστάσεις θεσμικής ακινησίας» (Ξ. Κοντιάδης σε Σύνταγμα-κατ’ άρθρο ερμηνεία).

Η αποτελεσματικότητα όμως αυτών των παρεμβάσεων εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την προσωπικότητά του και την ποιότητα του δημόσιου λόγου που αρθρώνει, ο οποίος πρέπει να είναι ενωτικός και να υπερβαίνει τις κομματικές συγκρούσεις (Δ. Τσάτσος).

Για να ανταποκριθεί επομένως σε αυτές τις αρμοδιότητες ένας υποψήφιος πρόεδρος πρέπει να κοσμείται από δυο βασικές αρετές, τη ατομική αξιοπρέπεια και το προσωπικό κύρος, που ήδη από την εποχή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας όφειλε να διαθέτει κάθε ευυπόληπτο και αξιοσέβαστο δημόσιο πρόσωπο, με την μορφή της dignitas και της auctoritas. Την ικανότητα δηλαδή να εμπνέει σεβασμό στους άλλους εξαιτίας του υποδειγματικού τρόπου συμμετοχής του στα κοινά μέχρι την κρίσιμη στιγμή και της ικανότητάς του να ασκεί επιρροή με τη γνώμη του και το ήθος του ανεξαρτήτως της κομματικής του προέλευσης.


Ο Κώστας Τζαβάρας είναι βουλευτής Ηλείας της ΝΔ, πρώην υπουργός