Ο προϋπολογισμός του 2021 είναι η «άγκυρα» ασφάλειας και σταθερότητας, που θα μας επιτρέψει να μην παρασυρθούμε από τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης και να ξεπεράσουμε τα πρόσκαιρα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά μας, υπογράμμισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.

Όπως συμπλήρωσε, ο προϋπολογισμός, η συζήτηση επί του οποίου συνεχίζεται σήμερα και ολοκληρώνεται αύριο στη Βουλή με τις ομιλίες του πρωθυπουργού και των πολιτικών αρχηγών, “αποδεικνύει την ικανότητα της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη να διαχειριστεί την κρίση με μεθοδικότητα και σχέδιο και να συνεχίσει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Έναν δρόμο, που οδηγεί τελικά στην ευημερία όλων των πολιτών, χωρίς αποκλεισμούς και εξαιρέσεις”.

Πρόκειται, όπως τόνισε oΣτέλιςο Πέτσας, για “έναν προϋπολογισμό, που κατατέθηκε εν μέσω της σοβαρότερης υγειονομικής κρίσης των τελευταίων 100 ετών. Την ίδια ώρα που κράτη, κυβερνήσεις και κοινωνίες, σε όλον τον κόσμο, δοκιμάζονται από τους ισχυρούς κλυδωνισμούς και τη μεγαλύτερη παγκόσμια ύφεση στην μεταπολεμική ιστορία.

Σε αυτό το πλαίσιο η χώρα μας δεν μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση και το 2020 θα κλείσει με βαθιά ύφεση. Όχι όμως τη βαθύτερη στην Ευρώπη, όπως ισχυρίζεται η Αξιωματική Αντιπολίτευση απομονώνοντας στοιχεία του τρίτου τριμήνου του έτους. Διότι στο 9μηνο του 2020 η ύφεση στη χώρα μας ήταν 8,5%, ενώ άλλες χώρες του Νότου όπως η Ιταλία και η Ισπανία κατέγραψαν ύφεση σημαντικά μεγαλύτερη, 9,4% και 11,5% αντίστοιχα.

Είναι προφανές ότι η Ελλάδα κατάφερε καλύτερη επίδοση, γιατί αποκατέστησε την εμπιστοσύνη τόσο με την αποφασιστική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, όσο και με τη συνετή διαχείριση των οικονομικών συνεπειών της.

Και η εμπιστοσύνη αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια σε ελληνικούς τίτλους κάθε διάρκειας, όσο και από την προσέλκυση μεγάλων ξένων επενδύσεων που θα δώσουν στη χώρα νέα δυναμική και νέες, καλύτερα αμειβόμενες, θέσεις εργασίας. Με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις επενδύσεις της Microsoft, το έργο της Volkswagen στην Αστυπάλαια και την επέκταση των επενδύσεων της Pfizer στη Θεσσαλονίκη».

Χαρακτηριστικά ακολούθως είπε: «Η εμπιστοσύνη όμως δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται κάθε μέρα, καθώς η κυβέρνηση αφενός αντιμετωπίζει τις κρίσεις και αφετέρου συνεχίζει τις μεταρρυθμίσεις που στρώνουν το έδαφος για την επόμενη μέρα. Δεκάδες μεταρρυθμίσεις, που – όλες – έχουν έναν κύριο στόχο: να κάνουν τη ζωή των Ελλήνων καλύτερη. Στο ίδιο πνεύμα συνεχίζουμε το 2021.

Με συνετό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που εμπεδώνει την εμπιστοσύνη, συνδυάζοντας προσωρινά μέτρα ανακούφισης από την πανδημία, με μόνιμα μέτρα μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών που αφήνουν μεγαλύτερο εισόδημα στην τσέπη των εργαζομένων και κάνουν πιο ελκυστική την ανάληψη επενδύσεων που φέρνουν δουλειές και ανάπτυξη στον τόπο».

Αναλυτικά για τα μέτρα ο Στέλιος Πέτσας ανέφερε:

«Στα προσωρινά μέτρα, έχει προβλεφθεί αποθεματικό ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2021 που μαζί με τα 24 δισεκατομμύρια ευρώ το 2020, φτάνουν τα 31,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή όσα θα πάρουμε περίπου τα επόμενα χρόνια από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στα μόνιμα μέτρα, η νομοθέτηση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και της κατάργησης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, μειώνουν το μη-μισθολογικό κόστος, καθιστούν πιο ελκυστική την απασχόληση, αυξάνουν το καθαρό εισόδημα των εργαζομένων και τονώνουν την ιδιωτική κατανάλωση.

Ωστόσο ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2021, πέραν της έμπρακτης στήριξης των πληττόμενων από την πανδημία και της μείωσης φόρων και εισφορών, κάνει κάτι πολύ περισσότερο.

Χρηματοδοτεί όλες τις προτεραιότητες του κυβερνητικού έργου:

– Από τον ψηφιακό μετασχηματισμό, μέχρι όλους τους μηχανισμούς της εξωστρέφειας της οικονομίας μας.

– Από την δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας μέσω των προγραμμάτων ενός νέου, εκσυγχρονισμένου ΟΑΕΔ, μέχρι τη στήριξη των συμπολιτών μας στη Δυτική Μακεδονία και την Μεγαλόπολη που εισέρχονται στον δρόμο της απολιγνιτοποίησης.

– Και φυσικά, στον κρίσιμο τομέα της Εθνικής Άμυνας, την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της Πατρίδας μας, μέσω των εξοπλιστικών προγραμμάτων, την αναβάθμιση της αμυντικής μας βιομηχανίας και την αύξηση του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων”.