Το μεγάλο διεθνές πολιτικό θέμα αυτές τις μέρες είναι η επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου παγκοσμίως με συντελεστή στο 15%. Μετά την έγκριση της σχετικής πρότασης από τις επτά πιο ισχυρές οικονομίες του κόσμου (G7), δεν ήταν έκπληξη η προχθεσινή συμφωνία μεταξύ των 130 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ για την εφαρμογή της.

του Μιχάλη Δεμερτζή

Οι διαφωνίες, ωστόσο, έναντι του εγχειρήματος είναι πολλές και σοβαρότατες. Πολλές χώρες (ανάμεσά τους και κράτη-μέλη της ΕΕ) με χαμηλούς συντελεστές φορολογίας αντέδρασαν για ευνόητους λόγους, ενώ και η ιδεολογική διάσταση του θέματος έχει ιδιαίτερη σημασία: Το κατώτατο φορολογικό όριο «νοθεύει» τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, για αυτό και είναι λογικό να ενεργοποιεί εναντίον του φιλελεύθερα αντανακλαστικά. Επί του πρακτέου, δε, θεωρείται πολύ πιθανό να αυξήσει το κόστος παραγωγής παγκοσμίως, βλάπτοντας έτσι καταναλωτές και εργαζόμενους.

Οι διαφωνούντες φαίνεται να έχουν δίκαιο. Δεν είναι τυχαίο, όπως λένε, ότι κατά την περίοδο του φορολογικού ανταγωνισμού ο μέσος συντελεστής εταιρικής φορολογίας μειώθηκε από 28% το 2000 στο 20,6% το 2020. Ωστόσο, αυτή η οπτική είναι κάπως «στατική». Σήμερα υπάρχουν πολλές ιδιαιτερότητες στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που δεν υπήρχαν την περίοδο 2000-2020 και ειδικά στο πρώτο μισό της, 2000-2010. Μέχρι το 2008 η ανάπτυξη παγκοσμίως προχωρούσε με πολύ υψηλές ταχύτητες και οι φορολογικοί «παράδεισοι» ελάχιστα είχαν να κάνουν με αυτό. Όσο για την περίοδο 2010-2020, τη δεκαετία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δηλαδή, τότε ήταν που η οπτική στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων/υπηρεσιών άρχισε να αλλάζει, μάλλον δικαιολογημένα, και ο ελάχιστος συντελεστής του 15% που πρόκειται να εφαρμοστεί έχει άμεση σχέση με αυτό.

Συγκεκριμένα, οι ανεπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης, παρ’ ότι γνωρίζουν και αποδέχονται εδώ και δεκαετίες πως τα σύνορα διεθνώς «αδυνατίζουν» όλο και περισσότερο, τα τελευταία χρόνια με την οικονομική κρίση είδαν τα εισοδήματά τους να μένουν στάσιμα και για αυτό έστρεψαν την προσοχή τους στη ροή του χρήματος, διαπιστώνοντας την αδυναμία του έθνους-κράτους να την ελέγξει. Η αλήθεια είναι ότι αυτή την αδυναμία την γνώριζαν και πριν την κρίση, αλλά τότε οι όποιες εκροές σχετίζονταν με επενδύσεις και εισαγωγές, οπότε και συνδέονταν αναλογικά με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου τους. Έτσι ήταν ευχαριστημένοι όλοι, κράτος και πολίτες.

Μετά την κρίση του 2008, όμως, η προσοχή δόθηκε στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των κεφαλαίων περνά τα σύνορα για να «παρκάρει» σε offshore και ότι μεγάλες εταιρείες εκμεταλλεύονται τις ελευθερίες της παγκοσμιοποίησης για να γλιτώσουν πληρωμές φόρων μέσω της αλλαγής έδρας, τροφοδοτώντας έτσι μεσοπρόθεσμα έναν εγχώριο φαύλο κύκλο υψηλών φορολογικών συντελεστών από τη μία και ηθικής «νομιμοποίησης» της φοροδιαφυγής από την άλλη. Πρόκειται για μία κατάσταση στην οποία κανένας πια δεν είναι ευχαριστημένος, καθώς το κράτος μοιάζει αδύναμο, την ώρα που η κρίση βαθαίνει και διευρύνεται στην κοινωνία. Το πολιτικό αποτέλεσμα όλων αυτών την δεκαετία που μας πέρασε ήταν η εκλογή αντισυστημικών ηγετών σε πολλές δυτικές χώρες, κάποιες εκ των οποίων θεωρούνται πυλώνες του παγκόσμιου συστήματος, οι οποίοι ηγέτες ανάγκασαν τις κοινωνίες τους σε προστατευτικά πισωγυρίσματα στην οικονομία και εθνικιστική εσωστρέφεια στην πολιτική.

Εισαγάγετε τώρα σε αυτή την εικόνα την κρίση της πανδημίας, με τις δυσκολίες των ανεπτυγμένων χωρών να συντηρήσουν το βιοτικό επίπεδο των κοινωνιών τους την ώρα που οι οικονομίες τους υπολειτουργούν. Σε ένα τέτοιο κλίμα, εκτός της ανάγκης των κρατών να βρουν τρόπους για να αυξήσουν τα έσοδά τους ώστε να στηρίξουν πολίτες και παραγωγή, υπάρχει και ο σοβαρός κίνδυνος μίας εκ νέου απονομιμοποίησης του παγκόσμιου συστήματος στα μάτια των πολιτών της Δύσης. Με δυο λόγια, από την έμπνευση του παγκόσμιου φορολογικού συντελεστή, η έμφαση πρέπει να δοθεί στο «παγκόσμιος» και όχι στο «φορολογικός». Άλλωστε, η κατεξοχήν φιλελεύθερη απάντηση στο πρόβλημα των φορολογικών «παραδείσων» είναι ότι λύνεται με περισσότερη παγκοσμιοποίηση, και αυτό ακριβώς εκφράζει ο κοινός συντελεστής φορολογίας.

Η άποψη για περισσότερη παγκοσμιοποίηση στηρίζεται μεταξύ άλλων και στην πεποίθηση ότι ο θεμιτός ανταγωνισμός χρειάζεται την ύπαρξη κοινών κανόνων, οι οποίοι δεν χρειάζεται να μένουν πάντα ίδιοι και στατικοί, αλλά απλώς να ισχύουν για όλους. Αν το ελάχιστο κοινό 15% της εταιρικής φορολογίας επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα, είναι επειδή για κάποια κράτη είναι σχετικά υψηλό, όχι επειδή είναι κοινό. Υπάρχουν κι άλλοι σημαντικοί παράγοντες προσέλκυσης επενδύσεων πέραν της φορολογίας και, άλλωστε, η πλειοψηφία των ανεπτυγμένων χωρών έχει συντελεστές πολύ πάνω από το 15%, οπότε και έχουν ακόμα το κίνητρο να τους χαμηλώσουν.

Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη ενός κοινού θεσμικού πλαισίου παγκοσμίως έχει πολλά και πολυδιάστατα πλεονεκτήματα που ξεπερνούν το αμιγώς φορολογικό κομμάτι, το οποίο στο κάτω κάτω μπορούμε να το εξετάσουμε ως παγκόσμια κοινότητα εκ νέου στο μέλλον και, αν δεν μας αρέσει, μπορούμε πάντα να το ξανά αλλάξουμε. Τώρα υπάρχουν άλλες προτεραιότητες και η κυριότερη από αυτές είναι, όπως είπαμε, η επιστροφή της εμπιστοσύνης στο παγκόσμιο σύστημα και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η Κίνα, η οποία δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε «φορολογικός παράδεισος», τάχθηκε ενάντια στον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή…