Με την πανηγυρική εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ούτως εισέτι αποκαλούμενου ΚΙΝΑΛ να φέρνει στο προσκήνιο τον νέο ήρωά του, το έργο της μετεξέλιξης του πολιτικού Κέντρου παίζεται από χθες ταράζοντας τα λιμνάζοντα ύδατα του ημιτελούς, και άρα ασταθούς, δικομματισμού των τελευταίων ετών.

του Γιώργου Σεφερτζή

Παρά τα σημάδια παγίωσης που εμφάνιζαν επ’ εσχάτοις, οι μετά το 2019 ισορροπίες του κομματικού συστήματος, μοιάζουν τώρα απειλούμενες από το ωστικό κύμα που εκτόνωσε η πρωτοφανούς μαζικότητας συμμετοχή στις εσωκομματικές διαδικασίες της ελάσσονος αντιπολίτευσης τόσο της περασμένης όσο και της εξίσου – τηρουμένων των αναλογιών – εντυπωσιακής χθεσινής Κυριακής.

Το έργο, ωστόσο, δεν είναι μονόπρακτο. Ακολουθούν επόμενες, λιγότερο ή περισσότερο επεισοδιακές, πράξεις, αρχής γενομένης από τις σχετιζόμενα με την αμέσως επόμενη ημέρα, τη συνοχή και τους εσωτερικούς συσχετισμούς της πάλαι ποτέ κραταιάς δημοκρατικής παράταξης.

Τα σενάριά τους είναι αδύνατον να προδιαγράφουν. Συναρτώνται όλα με τον χρόνο και τις συγκυρίες του.

Σε κάθε πάντως περίπτωση το κρίσιμο για τον Νίκο Ανδρουλάκη ερώτημα είναι αν διαθέτει την προσωπικότητα, την ικανότητα και τη στρατηγική ετοιμότητα να δώσει στην παράταξή του τη μάλλον τελευταία της ευκαιρία για πολυσυλλεκτική επανασυσπείρωση. Ασφαλώς η έξοδος από τη μέχρι πρότινος δημοσκοπική αφάνειά της δεν αρκεί. Θα ήταν εύκολη, αλλά δεν θα έκανε τη διαφορά.

Το ζητούμενό είναι πιο δύσκολο: είναι η ανάκτηση των δυνάμεων που τα προηγούμενα χρόνια σκόρπισαν δεξιά και αριστερά πελαγοδρομώντας στα ταραγμένα ύδατα του μνημονιακού κατακλυσμού. Θεωρητικά πρόκειται για δυνάμεις αντιπροσωπευτικές των 2/3 των Ελλήνων που στο παρελθόν ψήφισαν ΠΑΣΟΚ τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους. Οι ψήφοι και οι προτιμήσεις τους μπήκαν έκτοτε στην παρένθεση που άνοιξε με τις διπλές εκλογές Μαΐου – Ιουνίου 2012 και παραμένει ακόμα ανοιχτή εν αναμονή των εξελίξεων που θα την κλείσουν κλείνοντας μαζί και τον κύκλο του μεταπανδημικού κόλουρου διπολισμού. Στο μεσοδιάστημα άλλοι από εκείνους τους ψηφοφόρους, σαν τους πνιγόμενους που πιάνονται από τα μαλλιά, αρπάχτηκαν (προσωρινά;) από τις «αντιδεξιές» σχεδίες που τους έριχνε ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόμενος ότι θα γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ. Αλλοι δραπέτευσαν στο καταφύγιο της αποχής εκτινάσσοντας την στα ύψη. Οι τρίτοι πείστηκαν από τη στροφή της ΝΔ προς το Κέντρο και πήγαν με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Ολοι συγκροτούν σήμερα ένα μετεωριζόμενο πολύμορφο εκλογικό σώμα. Από τη συμπεριφορά του, όμως, θα κριθούν και τα αποτελέσματα των προσεχών εθνικών εκλογών και οι προσπάθειες του Νίκου Ανδρουλάκη να ανανεώσει την παράταξή του ξαναβάζοντάς τη στο παιχνίδι ως τρίτο αυτόνομο και πολυσυλλεκτικό ενδιάμεσο πόλο. Πλην όμως, οσο και αν ακούγεται παράδοξο, το πιθανότερο είναι ότι όσο παραμένει «κεντρώος» ο τρίτος πόλος, άλλο τόσο θα δυσκολεύεται να υπερβεί σημαντικά τα τωρινά όριά του.

Αλλωστε δυο υπήρξαν όλες και όλες οι εξαιρέσεις ηγετών που βρήκαν τη συνταγή της καταπολέμησης των παραλυτικών συνδρόμων του μεσαίου χώρου: Ο Ανδρέας Παπανδρέου ερχόμενος σε ρήξη με τον πολίτικαντισμό της προδικτατορικής Ενωσης Κέντρου. Και ο Κώστας Σημίτης συγκρουόμενος με τον πατερναλισμό του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Κατά τα λοιπά αρχή Ανδρουλάκη δείξει.

  • από Τα Νέα