Ο συστηματικός μελετητής της Επανάστασης θα ανέμενε ότι το ίδιο το γεγονός του ξεσπάσματος αυτής, που τόσο επηρέασε την πορεία αυτού του τόπου στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, θα άλλαζε σε κάποιο βαθμό και το πεδίο των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα.

Η κοινωνία του 1830 στο νεοσύστατο πια ελληνικό κράτος ήταν σίγουρα διαφορετική από αυτήν της οθωμανικής κοινότητας της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πόσο διαφορετική ήταν και πόσο τα γεγονότα που είχαν συμβεί στο μεταξύ είχαν επηρεάσει τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα.

Στο πλαίσιο της Επανάστασης, βέβαια γνωρίζουμε, ότι αναδείχθηκαν σημαντικές φιγούρες και σπουδαίες προσωπικότητες τόσο στο επίπεδο του πνεύματος, όσο και στο πεδίο των μαχών και εκπροσώπησαν επάξια το γυναικείο φύλο, ωστόσο, ακόμα και αυτές παρέμεναν είτε μέρος μιας υποβαθμισμένης συνολικής αφήγησης, είτε χαρακτηρίστηκαν ως εξαιρετικά δείγματα που προσομοίαζαν περισσότερο στις ανδρικές φιγούρες και στη δράση τους. Αλλωστε, η αναγκαία προσπάθεια των κοινωνικών σπουδών να διερευνήσει κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων το επίπεδο των έμφυλων σχέσεων, δεν μοιάζει με εύκολη υπόθεση. Τα τεκμήρια που διαθέτουμε ακόμα και για τη δράση τους στο πεδίο των μαχών είναι αρκετά περιορισμένα, ελλιπή, σποραδικά και αρκετά διαθλασμένα μέσα από την οπτική όσων τα διατήρησαν και τα διέσωσαν. Από την άλλη, χιλιάδες σελίδων καταναλώθηκαν για να περιγράφουν με την πιο μεγάλη λεπτομέρεια τα έργα των ανδρών ηρώων εκείνων των χρόνων. Οι απομνημονευματογράφοι φαίνεται να μην ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα, υποτιμώντας με αυτόν τον τρόπο το ρόλο και τη σημασία της γυναίκας σε αυτήν τη μεγάλη περιπέτεια, κάνοντας ελάχιστες αναφορές στις ιστορίες των γυναικών του αγώνα. Οι περισσότερες πληροφορίες για αυτές διασώζονται κυρίως από τους περιηγητές που περιγράφουν καθημερινές εικόνες της διαβίωσης των ανθρώπων. Υπήρξαν βέβαια ορισμένες εξαιρέσεις στον γενικό αυτόν κανόνα με πιο χαρακτηριστικές και πιο γνωστές την Μαντώ Μαυρογένους και την Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, αλλά και άλλες, όπως την Ασημίνα Λιδωρίκη – Γκούρα, την Ευανθία Καΐρη, την Ευφροσύνη Νέγρη, την Δόμνα Βισβίζη.

Οι δύο πρώτες – προερχόμενες από νησιωτικές περιοχές στις οποίες η επικοινωνία με το εξωτερικό ήταν πιο εύκολη- αλλά και επειδή τα κοινωνικά περιβάλλοντα μέσα στα οποία είχαν ανατραφεί ήταν πολύ πιο δεκτικά και ανοιχτά σε φιλελεύθερες και αστικού τύπου ιδέες, ξεχώρισαν. Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα χαρακτηρίζεται ως αμαζόνα, έτσι, περιγράφεται με ανδρικά χαρακτηριστικά. Υπήρξε κόρη του Σταυριανού Πινότση και της Παρασκευής Κόκκινη και γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1776, όπου βρισκόταν τότε η μητέρα της. Ο πατέρας της κυνηγήθηκε από την Πύλη και φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου και πέθανε. Η μητέρα της παντρεύτηκε πάλι αυτή τη φορά τον πλούσιο σπετσιώτη Δ. Λαζάρου Ορλώφ. Η Λασκαρίνα σε ηλικία μόλις 17 ετών παντρεύτηκε τον πλοίαρχο Δ. Γιάννουζα. Αφού απέκτησε τρία παιδιά, απώλεσε τον άνδρα της, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη με πειρατές. Μετά την απώλεια του πρώτου άνδρα της ξαναπαντρεύτηκε τον επίσης ιδιοκτήτη πλοίου Δημ. Μπούμπουλη σε ηλικία αυτήν την φορά 30 ετών. Και από το δεύτερο αυτό γάμο έκανε τρία παιδιά. Η Πύλη αποφάσισε να δημεύσει την περιουσία του Μπούμπουλη, λόγω της συμμετοχής του στα Ορλωφικά. Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει προστασία από τον τότε Ρώσο πρέσβη Στρογγανώφ.

Τελικά, κατάφερε να αποσπάσει μέσω ενός ειδικού φιρμανιού προστασία από την Βαλιδέ Σουλτάνα. Παράλληλα, όμως φαίνεται ότι λόγω της παρουσίας της στην πόλη ήρθε σε επαφή με τις ιδέες της Φιλικής Εταιρείας. Σχετικά με το παραπάνω θέμα σημειώνει με νόημα ο Δ. Κόκκινος, «είναι και τούτο ένα δείγμα της επιβολής της και του θαυμασμού και της εκτιμήσεως που προκαλούσε ο ανδρικός χαρακτήρ της».1

Με τα λεφτά από τους δύο άνδρες κατάφερε και έφτιαξε δικά της πλοία, με ένα όμως από αυτά έλαβε μέρος στον πόλεμο της ανεξαρτησίας, τον Αγαμέμνονα, μπρίκι πλοίο 48 πήχεων που έφερε 18 κανόνια. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση στις Σπέτσες 7 μπρίκια έφυγαν προς το Ναύπλιο, ανάμεσά τους και ο Αγαμέμνων το πλοίο της Μπουμπουλίνας. Ήταν 45 ετών πλέον όταν ανέβηκε σε πλοίο για να ξεκινήσει η μεγάλη της περιπέτεια στον αγώνα. Η δράση της όμως δεν έμεινε στα στενά όρια της χώρας και της επανάστασης, αλλά η φήμη της ταξίδεψε και στο εξωτερικό πολύ γρήγορα. Είχαν κυκλοφορήσει ήδη λιθογραφίες της στο Παρίσι που την έδειχναν σαν Αμαζόνα.2

Στις 24 Απριλίου στο πλαίσιο της πολιορκίας του Ναυπλίου σε μια προσπάθεια εξόδου σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ο στρατός του Μουσταφά μπέη, κεχαγιά του Χουρσίτ Πασά, σκοτώθηκε ο γιος της που την ακολουθούσε πιστά, Γιάννης Γιάννουζας. Μετά το θάνατο του ενός γιου της και μετά τον θρήνο της, επέστρεψε με μεγαλύτερη ένταση στον πόλεμο και στην πολιορκία του Ναυπλίου. Ακολούθησε η πολιορκία της Τριπολιτσάς και η συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις. Στο μυθιστορηματικού τύπου έργο του Στέφανου Ξένου, Η Ηρωίς, η Μπουμπουλίνα συμμετέχει ενεργά στις διαπραγματεύσεις και αναλαμβάνει τη διάσωση των γυναικών του χαρεμιού. Έντονη επίσης φημολογία αναπτύχθηκε και στο ρόλο της σχετικά με τη διανομή της λείας της Τριπολιτσάς. Στη διαπραγμάτευση μάλλον την προσκάλεσε η πρώτη Χανούμισα του Χουρσίτ θεωρώντας ότι θα την προστατεύσει. Πολλοί ήταν αυτοί που κατηγόρησαν την Μπουμπουλίνα ότι εκμεταλλεύτηκε τη θέση της για να αποσπάσει μέρος της λείας από το χαρέμι της πόλης. Υπάρχει επίσης πλήθος αναφορών ότι η Μπουμπουλίνα έκανε «μεγάλη κατάχρηση και διαρπαγήν πολυτίμων πραγμάτων, καθότι αυτή διωρισμένη ούσα να ψαύη τας Οθωμανίδας, αφ’ όσα πολύτιμα είδη εύρισκεν εις αυτάς, τα έκρυπτεν εις το παμμέγεθες στήθος της, πολλά ολίγα δε επαρουσίαζεν εις τας επίτροπός».

Μετά τη διαμονή της στην Πελοπόννησο παρέμεινε στο Ναύπλιο, δύο φορές όμως συνελήφθη λόγω της συγγενικής της σχέσης και της υποστήριξης προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αφού η κόρη της Ελένη Μπούμπουλη παντρεύτηκε τον γιο του Κολοκοτρώνη. Επέστρεψε στις Σπέτσες παραμένοντας στην οικία του δεύτερου συζύγου της. Ο θάνατός της επίσης ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων που ανέπτυξε ο γιος της Γεώργιος Γιάννουζας όταν απήγαγε χωρίς τη θέλησή της την κόρη του Χριστόδουλου Κούτση Ευγενία που ήταν ήδη λογοδοσμένη. Στις 22 Μαΐου 1825 συγγενείς και οικείοι της οικογένειας Κούτση θεωρώντας ότι η Μπουμπουλίνα κρύβει το ζευγάρι στην οικία της κινητοποιήθηκαν και πυροβόλησαν εναντίον της σκοτώνοντάς την.

Η Μαντώ Μαυρογένους αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα της προσπάθειας να ξεφύγει κανείς από τα δεσμά ενός ανδροκρατούμενου κόσμου. Προερχόταν από τη νησιώτικη οικογένεια Μαυρογένη και γρήγορα εντάχθηκε στο φαναριώτικο περιβάλλον. Γνώριζε ξένες γλώσσες και είχε λάβει αστική παιδεία. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη σχέση με τους Φαναριώτες και το πνεύμα τους διαδραμάτισε ο θείος της Νικόλαος Μαυρογένης δραγουμάνος του στόλου ο οποίος ήταν ηγεμόνας στις παραδουνάβιες περιοχές με έδρα το Βουκουρέστι, αλλά και ο πατέρας της που ήταν αξιωματούχος στην περιοχή της Μολδοβλαχίας. Ο πατέρας της μάλλον μυημένος στις ιδέες της Φιλικής Εταιρείας, μετέφερε το πνεύμα αυτό και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η Μαντώ γεννήθηκε μάλλον στην Τεργέστη το 1796, ενώ το πραγματικό της όνομα ήταν Μαγδαληνή. Η ίδια από μικρή ακόμα ηλικία πέτυχε να υπερβεί τα στενά οικογενειακά όρια και να σφραγίσει μέσα από τη δική της προσωπική πορεία τη ζωή της. Μέσα από τη σημαντική της περιουσία κατόρθωσε να κινηθεί με ευκολία, να ταξιδέψει και να διατηρήσει ερωτική σχέση εκτός γάμου με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Σε αυτό, την βοήθησε η παιδεία της καθώς ανατράφηκε σε ένα προηγμένο πολιτισμικά περιβάλλον με ξεχωριστά εφόδια και με πολύ πιο ευρύ προσανατολισμό από το συνηθισμένο.

Είναι βέβαια, αναμφισβήτητη η οικονομική συνεισφορά της Μαντώς Μαυρογένη στον αγώνα, η οποία διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας της για τις ανάγκες του, αλλά φαίνεται να έλαβε μέρος και σε συγκρούσεις με τις εχθρικές δυνάμεις επικεφαλής Μυκονιατών. Γράφει ο Maxime Raybaud περιγράφοντάς την μετά από συνάντηση που είχε μαζί της «είναι προικισμένη με ένα γλυκύτατο χαρακτήρα. Αλλά όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μια φυσική ευγλωττία που σου κρατούν την ανάσα». Έτσι κυρίως ο ρόλος της είναι επικουρικός στον πόλεμο και στην ενίσχυση του αγώνα. Υπολογίζεται ότι το συνολικό ποσό που ξόδεψε ξεπέρασε τα 700.000 γρόσια. Πράγματι αφού εξοικονόμησε χρήματα με δάνεια και μέσω της εκποίησης διαφόρων κοσμημάτων στρατολόγησε περίπου 200 άνδρες στην Τήνο και επέστρεψε μαζί τους έως την Μύκονο. Παρά την σύμφωνη γνώμη της δημογεροντίας για το ξόδεμα των χρημάτων της δεν πέτυχε να λάβει πίσω το ποσό που ξόδεψε. Τον Φεβρουάριο του 1823 με δικά της έξοδα αφού κατάφερε να συγκροτήσει στόλο μετέβη στην Καρυστία στην Εύβοια, στο Πήλιο και στη Φωκίδα. Το γεγονός της εκποίησης μεγάλου μέρους της περιουσίας της για τις ανάγκες της επανάστασης αν και αναγνωρίστηκε και από την ελληνική επαναστατική κυβέρνηση, ωστόσο δεν ήταν εύκολο να ανταποκριθεί στις οφειλές του προς αυτήν, καθώς τα έσοδα της επαναστατικής διοίκησης ήταν ελάχιστα. Η δύσκολη οικονομική θέση στην οποία είχε περιέλθει η ηρωίδα αντικατοπτριζόταν στις συνεχείς εκκλήσεις της προς το δημόσιο ταμείο για οικονομική ενίσχυση λόγω της δεινής οικονομικής της θέσης. Η μόνη σταθερή οικονομική βοήθεια ήταν οι 80 φοίνικες που είχε προσδιορίσει ο Κυβερνήτης Καποδίστριας μετά την έλευσή του στην Ελλάδα. Εκτός κοινωνικών ορίων και του πλαισίου κινείται και η ερωτική της σχέση με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια (1831) τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν, ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις με την οικογένειά της λόγω των κατηγοριών που εκτόξευαν συγγενείς της εναντίον της, εξαιτίας της εκποίησης της ακίνητης περιουσίας για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Εγκαθίσταται τελικά στην Πάρο, όπου υπήρχαν συγγενείς της, αλλά θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό και θα αποβιώσει το 1840.

Η παρέμβαση και των δύο γυναικών εκτυλίχθηκε σε μια ιδιαίτερη στιγμή της ελληνικής ιστορίας – σε μια μεταβατική περίοδο -κατά την οποία ο κόσμος και η ελλαδική κοινωνία άλλαζε, αλλά την ίδια στιγμή νέες ευκαιρίες ανοίγονταν και η γυναίκα μπορούσε να διεκδικήσει με άλλους όρους μεγαλύτερο μερίδιο δράσης και συμμετοχής.


ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΡΟΥΒΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ, ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΥΛΙΟΥ, ΤΕΥΧΟΣ 016

1 Δ. Κόκκινος, Η ελληνική επανάστασις, τ. 2, Αθήνα 1954, σ. 156.
2 Στο ίδιο, σ. 130.