Αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι Γερμανοί αξιωματούχοι δεν αισθάνονται καθόλου άνετα με το θέμα

Ειδικός συνεργάτης

Στην πρώτη του πρωθυπουργική επίσκεψη στο Βερολίνο για να συναντηθεί με την Άνγκελα Μέρκελ τον Μάρτιο του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας είχε προσπαθήσει να κρατήσει «χαμηλά» το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων μπροστά στη γερμανίδα καγκελάριο.

Όμως, το είχε ήδη «σηκώσει» ο όλος ΣΥΡΙΖΑ και η Ζωή Κωνσταντοπούλου που ένα μήνα πριν είχε ανακοινώσει τη σύσταση Διακομματικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση, της οποίας τέθηκε πρόεδρος.

Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2014 μιλούσαν για εγγραφή των απαιτήσεων στον προϋπολογισμό, ενώ ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος δέκα μέρες πριν την επίσκεψη Τσίπρα στο Βερολίνο έλεγε από τη Βουλή ότι προτίθετο να υπογράψει σχετική απόφαση του Αρείου Πάγου και να ανάψει «πράσινο φως» για δήμευση περιουσίας του γερμανικού Δημοσίου εντός της Ελλάδας, ακόμη και για κατάσχεση του Ινστιτούτου Γκαίτε στην Αθήνα.

Στο Βερολίνο ο Τσίπρας ρωτήθηκε επίμονα για τις δηλώσεις περί κατάσχεσης της γερμανικής περιουσίας. Απάντησε φυσικά ότι κανένα μέλος της κυβέρνησής του δεν εξέφρασε πρόθεση να καταλάβει κτίρια του γερμανικού δημοσίου, υποστήριξε ότι δεν το συσχέτιζε με την τότε κατάσταση, ότι το ζήτημα δεν είναι διμερές κι ότι η σχετική πρωτοβουλία υπήρχε και από την προηγούμενη Βουλή και κυβέρνηση.

Η λέξη κλειδί που έκανε τη διαφορά ήταν ότι μίλησε για «ηθικό και όχι υλικό ζήτημα» που αφορά τόσο τον ελληνικό όσο και τον γερμανικό λαό. Επί της ουσίας, ο Τσίπρας τότε έκλεισε το θέμα και το μάτι στη γερμανίδα καγκελάριο.

Η φράση αυτή πρέπει να ανακούφισε το Βερολίνο. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι Γερμανοί αξιωματούχοι δεν αισθάνονται καθόλου άνετα με το θέμα, γνωρίζουν ότι στις εκάστοτε διμερείς συναντήσεις και επίσημες δηλώσεις ανασύρεται και παγίως απαντούν ότι για τη Γερμανία το θέμα έχει κλείσει πολιτικά. Το ίδιο είπε και η Μέρκελ. «Έχουμε αναλάβει την ευθύνη, δεν το αγνοοούμε, θα το συζητήσουμε στο μέλλον».

Τι αξία έχει ένα ψήφισμα; Οι γερμανικές αποζημιώσεις, μαζί με τα δάνεια των κομμάτων, τη Novartis και τους σκελετούς του παλαιού συστήματος που βγάζει από την ντουλάπα κατά βούλησην, είναι ένα από τα προβλέψιμα θέματα που ανασύρει το κυβερνών κόμμα όποτε ξεμένει από αφηγήματα. Το φύλλο «συκής» του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, το καταφύγιο σε ιστορικά στερεότυπα αντίστασης και «αριστεροσύνης».

Δυο χρόνια μετά την ολοκλήρωση του σχετικού πορίσματος από την αρμόδια Διακομματική Επιτροπή και λιγότερες από σαράντα μέρες πριν από τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ το επανέφερε, εργαλειοποιώντας το και πάλι για επικοινωνιακούς λόγους.

Ο πρωθυπουργός έκρινε μάλιστα ότι έπρεπε να το επαναφέρει, για την τιμή των όπλων και στην τελευταία επίσκεψη της καγκελαρίου στην Αθήνα τον περασμένο Ιανουάριο. Το είχε κάνει και ο Προκόπης Παυλόπουλος επαναλαμβάνοντας ότι οι γερμανικές αποζημιώσεις είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες και δύνανται να επιλυθούν στο αρμόδιο ευρωπαϊκό δικαστικό φόρουμ με βάση τον ευρωπαϊκό δικαιϊκό πολιτισμό. Η Μέρκελ αρκέστηκε στην ιστορική ευθύνη.

Το χθεσινό ψήφισμα, πάντως, δίνει την αίσθηση ότι ούτε αυτή τη φορά θα υπάρξουν καθαρές ενέργειες για τη διεκδίκηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι και η ρηματική διακοίνωση προς το Βερολίνο δεν είναι θέμα μιας μέρας- θα συστηθεί Επιτροπή Ειδικών στο ΥΠΕΞ που θα συντάξει το κείμενο. Μετά το επικοινωνιακό σόου στη Βουλή, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει λόγους να “τρέξει” το θέμα.