Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, αξίζει, τώρα πια που έχουν τελεσίδικα διαμορφωθεί τα αντίπαλα εκλογικά στρατόπεδα, να ρίξουμε μια ματιά στις προοπτικές των επικείμενων προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. Τα δύο αντίπαλα ζευγάρια, Τραμπ – Πενς στους Ρεπουμπλικανούς και Μπάιντεν – Χάρις στους Δημοκρατικούς, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες της φετινής χρονιάς, δημιουργούν ένα πλαίσιο σκληρής μάχης για το αξίωμα.

του Ανδρέα Ανδριανόπουλου

Σε όποια διαφορετική περίπτωση, αν δεν είχε δηλαδή παρεμβληθεί η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού, δεν θα είχα την παραμικρή αμφιβολία πως ο σκληρά δοκιμαζόμενος σε επίπεδο ΜΜΕ Πρόεδρος Τραμπ θα κέρδιζε την αναμέτρηση. Για τους γνώστες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος υπάρχουν σοβαρές βάσεις για μια τέτοια εκτίμηση. Η επιλογή κατ’ αρχήν του υποψήφιου Προέδρου των Δημοκρατικών. Από την εποχή του Τζον Κένεντι και τη μετακίνηση του τότε δημοφιλούς κυβερνήτη του Τέξας Κόνολι στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, οι Δημοκρατικοί δεν ξανακέρδισαν εθνικές εκλογές με υποψήφιο από τον Βορρά. Ο Τζόνσον, ο Κάρτερ κι ο Κλίντον ήσαν πολιτικές προσωπικότητες του Νότου. Μοναδική εξαίρεση υπήρξε ο Ομπάμα. Δυο στοιχεία όμως τον οδήγησαν στον θρίαμβο.

Το ένα ήταν πως ήταν μαύρος. Αυτό τον βοήθησε σε εκλογικές περιφέρειες, ιδιαίτερα στον Νότο, που παραδοσιακά, μετά το 1963 δηλαδή, καταψηφίζουν σε εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις τους Δημοκρατικούς. Ο δεύτερος λόγος ήταν η καταλυτική οικονομική κρίση των στεγαστικών δανείων. Που τη χρεώθηκε ο τότε Ρεπουμπλικανός του αντίπαλος ΜακΚέιν.

Αυτή τη φορά οι Δημοκρατικοί επανέλαβαν το ίδιο λάθος. Χωρίς να έχουν μάθει από τα λάθη τους επέλεξαν τον Τζο Μπάιντεν, πρώην γερουσιαστή από το Ντελαουέαρ, που δύσκολα συγκινεί τον συντηρητικό Νότο και τις μαύρες χριστιανικές του κοινότητες. Το δεύτερο σημείο-κλειδί για την αμερικανική εκλογή είναι τα δεδομένα σε Πολιτείες που παραδοσιακά αποτελούν τον δείκτη του αποτελέσματος.

Το Μιζούρι, η Φλόριντα και πολύ συχνά το Οχάιο, με το πληθυσμιακό δείγμα εκλογέων αντιπροσωπευτικό φυλετικά, κοινωνικά, εργασιακά και ιδεολογικά του συνόλου των Αμερικανών συνηθέστατα δίνουν το εθνικό αποτέλεσμα. Προσέξτε, πως οι δύο βρίσκονται στο Νότο. Γι’ αυτό στον Νότο θα κριθούν πολλά. Οταν ο Τζορτζ Μπους τζούνιορ κέρδισε τη Φλόριντα, κέρδισε την Προεδρία. Ετσι κι ο Τραμπ με το Οχάιο. Να μην ξεχνάμε τη μεγάλη διείσδυση που έχει πετύχει ο Τραμπ στις μάζες των βιομηχανικών εργαζομένων με τις επιθέσεις του κατά της Κίνας, της NAFTA και γενικά της παγκοσμιοποίησης.

Με όλα αυτά γίνεται φανερό πως ο Τραμπ δύσκολα θα έχανε τις εκλογές κάτω από ομαλές συνθήκες. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την υπερβολική στροφή των Δημοκρατικών σε ζητήματα φυλετικής, σεξουαλικής και κοινωνικής ταυτότητας με απομάκρυνση από τις παραδοσιακές τους πολιτικο-οικονομικές κατευθύνσεις και την υπερβολική τους αφοσίωση στην «πολιτική ορθότητα», που ενοχλεί ένα σημαντικό κομμάτι του μεσαίου πολιτικού χώρου, δείχνει ανάγλυφα τις δυσκολίες.

Η κρίση όμως του κορωνοϊού είναι δύσκολο να μετρηθεί τι επιπτώσεις ακριβώς θα έχει. Η αλλοπρόσαλλη αντιμετώπιση της κρίσης από τον Πρόεδρο, οι πολλοί θάνατοι και οι σκληρές του συγκρούσεις με κυβερνήτες που είχαν διαφορετικές απόψεις είναι άγνωστο πώς και πόσο θα επηρεάσουν τους εκλογείς. Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι ακριβής δείκτης λόγω του συστήματος των εκλεκτόρων. Η Χ. Κλίντον είχε τελικά πάρει πολύ περισσότερους ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ. Την εκλογή όμως την έχασε. Ακριβώς λόγω του συστήματος…

από το in.gr