“Θα μου επιτρέψετε να εκκινήσω την παρέμβασή μου σήμερα διερωτώμενος. Είναι δυνατόν ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος για άλλη μια φορά απουσιάζει και δεν θα υπερασπιστεί ένα νομοσχέδιο που έρχεται σε καταφανή αντίθεση με το δημόσιο συμφέρον, να είναι τελικά τόσο αμετροεπής, τόσο αλαζόνας, τόσο ανίκανος να συνειδητοποιήσει την ανάγκη τούτες τις ώρες να σταματήσει να συμπεριφέρεται σαν να απευθύνεται σε ανόητους, σε αδαείς πολίτες που δεν καταλαβαίνουν…” είπε από το βήμα της Βουλής, με το γνωστό λαϊκίστικο υφάκι, ο “σύντροφος” και “μετριοπαθής” (τρομάρα του) Τσίπρας.

Γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι εκείνη την ώρα ήταν σε εξέλιξη το υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο, μεταξύ άλλων θεμάτων, αποφασίστηκε ο οδικός χάρτης για την ανακούφιση και αποκατάσταση των πυρόπληκτων. Μάλλον αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον Τσίπρα.

Επί της ουσίας: σοβαρά τώρα, πιστεύει ο  Τσίπρας ότι επειδή αποφάσισε να πάει στη Βουλή, (σ.σ.: τη μέρα μάλιστα που η χώρα θρηνεί για το χαμό του Μίκη) για να κραυγάσει, για να χυδαιολογήσει και για να λαϊκίσει, θα έπρεπε να αφήσει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση τη δουλειά που κάνουν και να πάνε να… ακούσουν τα “κλασικά” σκονάκια που του γράφουν οι σταλινικοί λογογράφοι του;   Ήρεμα ρωτάμε…

Για την ιστορία, ο Τσίπρας έλαβε τις απαντήσεις που “έψαχνε” από τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος στην ομιλία του αποδόμησε (μεταξύ μας δεν δυσκολεύτηκε και ιδιαίτερα) τα “επιχειρήματα” του επικεφαλής της Κουμουνδούρου.

Σε κάθε περίπτωση, ο Τσίπρας θα πρέπει να πληροφορηθεί, κάποια στιγμή, ότι (σε αντίθεση μ΄ αυτόν) κάποιοι εργάζονται για να λύσουν τα προβλήματα του κόσμου. Επίσης, καλό θα είναι να διαβάσει (στον ελεύθερο χρόνο του) και τον γνωστό μύθο του Αισώπου. Μπορεί να ανακαλύψει καινούρια πράγματα…

Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας

Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει την φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του.
Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από την φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο για το μυρμήγκι. Εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου.

Από την άλλη μεριά το τζιτζίκι, ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από την φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυκτα. Εκτός από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα δηλαδή, την μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι.

Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα τον δέντρων ένα ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη.

Το μυρμήγκι έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να φάει αλλά δεν υπήρχε τίποτα αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην αντέχοντας άλλο την πείνα, πήγε στον γείτονα του, το μυρμήγκι, και του είπε:

– Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή πουθενά.

– Καλά, όλο το καλοκαίρι τι έκανες;

…ρώτησε το μυρμήγκι.

– Α! Το καλοκαίρι δεν πρόλαβα να μαζέψω τροφές γιατί είχα πολύ κέφι και τραγούδαγα όλη μέρα.

– Ε! Ας το σκεφτόσουνα αυτό τότε.

…είπε το μυρμήγκι και γύρισε να δει κάτι αργοπορημένα πουλιά που πετούσαν προς το νότο.