Κατηγορηματικός ότι διάταξη που έχει περιληφθεί στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης δεν οδηγεί σε παραγραφή για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας, ήταν μιλώντας στη Βουλή, ο αρμόδιος υπουργός Κώστας Τσιάρας.

Το νομοσχέδιο συζητείται στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, με προοπτική να ψηφιστεί από την ολομέλεια την επόμενη εβδομάδα. Κατά τη συζήτηση, σημείο αιχμής πολλών παρεμβάσεων ήταν άρθρο του σχεδίου νόμου με το οποίο, για την αποσυμφόρηση της δικαστικής ύλης, θεσπίζεται η υπό όρους παύση ποινικής δίωξης για πλημμελήματα με προβλεπόμενη ποινή μέχρι 1 έτος.

«Έρχεστε και μου λέτε ότι δεν προβλέπουμε το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας. Παραγράφονται ποινές που αφορούν αδικήματα με ποινές φυλάκισης, μέχρι ένα χρόνο. Ξέρετε τι ποινή έχουν τα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας; Ποινή φυλάκισης έως δύο χρόνια. Δεν εντάσσονται σε αυτόν τον κανόνα», δήλωσε ο κ. Τσιάρας και, απευθυνόμενος στην πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, πρόσθεσε: «Παρασύρετε και τα κομματικά σας όργανα. Κάποια πράγματα πρέπει να τα προσέχετε. Κάποια πράγματα πρέπει να τα διαβάζετε με τις συγκεκριμένες λέξεις που η νομική επιστήμη επιβάλλει και επιτάσσει. Προσέξαμε να μην υπάρχουν σε αυτή τη ρύθμιση αδικήματα που προβληματίζουν, να μην υπάρχουν αδικήματα που αφορούν στη μετάδοση του κορονοϊού, να μην υπάρχουν αδικήματα τα οποία προσβάλλουν την κοινή γνώμη και το κοινού περί δικαίου αίσθημα», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης.

Επισήμανε εξάλλου ότι είναι η σημερινή κυβέρνηση που έφερε το μέγιστο των ποινών για τους βιαστές ανηλίκων στις αλλαγές του Ποινικού Κώδικα και τη μεγαλύτερη έκτιση ποινής.

Στο νομοσχέδιο έχει περιληφθεί διάταξη για τη συμμόρφωση προς την 209/2018 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος (Μισθοδικείο). Με την προτεινόμενη διάταξη αναγνωρίζεται από το Δημόσιο η ως άνω απαίτηση όσων δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 μέχρι 31.12.2018. Ορίζεται δε ότι τα προκύπτοντα ποσά θα καταβληθούν εφάπαξ εντός του έτους 2021.

Σε σχέση λοιπόν με τις μισθολογικές ωριμάνσεις των δικαστών, ο υπουργός ανέφερε πως το να λειτουργεί κανείς, με βάση το νόμο και με βάση μια πρακτική υλοποίησης των δικαστικών αποφάσεων, δείχνει μια πολιτεία η οποία στέκεται με μια σοβαρότητα και ευθύνη, που η θεσμική λειτουργία επιτάσσει.

Με το νομοσχέδιο αυξάνονται οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών. Από 1ης Απριλίου 2020 γίνεται αύξηση των οργανικών θέσεων των εισαγγελέων εφετών κατά είκοσι τρεις με αντίστοιχη μείωση των οργανικών θέσεων των αντεισαγγελέων εφετών, ώστε να στελεχωθούν οι εισαγγελίες κυρίως των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης (οι αντεισαγγελείς εφετών θα καλύπτουν κατά βάση τις έδρες των τριμελών και μονομελών εφετείων). Η ανακατανομή των θέσεων των εισαγγελικών λειτουργών του δεύτερου βαθμού αποτέλεσε επανειλημμένο αίτημα της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.

«Το γεγονός ότι δίνουμε 65 νέες οργανικές θέσεις στους δικαστές, είναι ένα γενναίο βήμα, ειδικά σε μια δύσκολη εποχή, προκειμένου να ενισχύσουμε το δικαστικό σώμα και να δείξουμε ότι είμαστε παρόντες, θεραπεύοντας ζητήματα», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης και πρόσθεσε: «Κάνουμε από την άλλη ένα επίσης γενναίο βήμα διότι οι ειρηνοδίκες θα πρέπει να περνάνε από την Εθνική Σχολή Δικαστών η οποία έχει αποδείξει, και με το επίπεδο των εξετάσεων και με το επίπεδο των σπουδών, ότι μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε αξιόλογα στελέχη στο χώρο της δικαιοσύνης».