Με το μήνυμα «αν θέλουμε πράσινες επενδύσεις, να διασφαλίσουμε ευκολότερη πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση με εργαλεία κατάλληλα σχεδιασμένα και προσαρμοσμένα στα μεγέθη και τις ανάγκες τους» χαιρέτισε ο Πρόεδρος της Κεντρικής Ενώσεως Επιμελητηρίων Ελλάδος κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, την απονομή του Πιστοποιητικού Ουδετέρου Ανθρακικού Αποτυπώματος στο ΒΕΠ.

Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση που τού απηύθυνε, ο Πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς κ. Γεώργιος Παπαμανώλης – Ντόζας, ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου βρέθηκε στην Αίθουσα Συνεδριάσεων κι έκανε την ακόλουθη ομιλία:

«Να συγχαρώ τον Πρόεδρο του ΒΕΠ κ. Γεώργιο Παπαμανώλη – Ντόζα και όλη την ομάδα που εργάσθηκε για να έχουμε σήμερα το πρώτο Επιμελητήριο στην Ελλάδα με πιστοποιημένο ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα. Η πρωτοβουλία ήταν πραγματικά εξαιρετική. Κι αυτό που μετρά περισσότερο είναι ότι υλοποιήθηκε άψογα από την αρχή μέχρι το τέλος, με πολλή και μεθοδική δουλειά, με βάση διεθνώς αναγνωρισμένα κριτήρια και προδιαγραφές.

Όλη αυτή η προσπάθεια είναι διπλά αξιέπαινη διότι επιβεβαιώνει, αφ’ ενός, την περιβαλλοντική ευαισθησία του Επιμελητηρίου και την έμπρακτη συνεισφορά του στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Αφ’ ετέρου λειτουργεί ως παράδειγμα για το πώς τα Επιμελητήρια μπορούν να γίνουν φορείς θετικών αλλαγών με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Παράδειγμα για το πώς τα Επιμελητήρια μπορούν να αναλάβουν πρωτοποριακές δράσεις, να εφαρμόσουν καλές πρακτικές, να αξιοποιήσουν σύγχρονη τεχνογνωσία και να απαντήσουν δημιουργικά σε σύγχρονες προκλήσεις. Και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι πράγματι, μια από τις κρισιμότερες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις του 21ου αιώνα.

Τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι φυσικές καταστροφές που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς και στην Ελλάδα, επιβεβαιώνουν ότι η απειλή είναι πλέον κάθε άλλο παρά μακρινή. Η ανάγκη να τη διαχειριστούμε έγκαιρα αλλάζει τα δεδομένα σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλάζει τον τρόπο της ζωής μας, αλλάζει τις προτεραιότητες και τις αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο, αλλάζει τα μοντέλα λειτουργίας και το στρατηγικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων.

Η Ευρώπη έχει αποφασίσει να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος ως το 2050. Έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για μηδενισμό των αερίων του θερμοκηπίου και διαθέτει σημαντικά κεφάλαια για την πράσινη μετάβαση. Με αυτούς τους στόχους ευθυγραμμίζεται και η χώρα μας αναλαμβάνοντας αντίστοιχες δεσμεύσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες. Εμείς, ως επιχειρηματική κοινότητα, υποστηρίζουμε ανοικτά και ξεκάθαρα την προσπάθεια μετάβασης σε μια οικονομία με χαμηλό ανθρακικό αποτύπωμα. Μια προσπάθεια που για εμάς περνά μέσα από την κινητοποίηση και τη συμμετοχή των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων που συγκροτούν τον ιστό της ελληνικής οικονομίας.

Σήμερα η Ελλάδα προσπαθεί να βγει από μια δεκαετή οικονομική κρίση, την οποία διαδέχθηκε η πανδημία. Η πράσινη μετάβαση πρέπει να γίνει όχημα και επιταχυντής σε αυτήν την πορεία. Θέλουμε να γίνει κίνητρο για εγχώριες και ξένες επενδύσεις. Να γίνει όχημα για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων, για την εξοικονόμηση πόρων, για μια ανάπτυξη με προϋποθέσεις ανθεκτικότητας και αειφορίας.

Η Πολιτεία καλώς θέτει στόχους για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας, καλώς σχεδιάζει και υλοποιεί δημόσιες επενδύσεις. Όμως το κύριο βάρος της προσπάθειας πέφτει στους ώμους των επιχειρήσεων. Είναι οι επιχειρήσεις που πρέπει να διαχειριστούν το κόστος της προσαρμογής στις αρχές της κλιματικής αλλαγής. Είναι οι επιχειρήσεις που καλούνται να υιοθετήσουν νέες πρακτικές και τεχνολογίες για τη μείωση του ανθρακικού τους αποτυπώματος και την αποδοτική χρήση των πόρων για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας. Είναι οι επιχειρήσεις που μπορούν να αναπτύξουν και να προωθήσουν οικολογικές καινοτομίες. Είναι οι επιχειρήσεις που καλούνται να διασφαλίσουν τη διατήρηση των υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο που να επιτρέπει τη μέγιστη και αποτελεσματική δυνατή εμπλοκή τους. Είναι αυτονόητο ότι θα χρειαστούν κίνητρα και ενισχύσεις για επενδύσεις που επιταχύνουν την πράσινη μετάβαση. Το Ταμείο Ανάκαμψης διαθέτει σημαντικούς πόρους σε αυτόν τον πυλώνα.

Εδώ όμως έχουμε ένα σοβαρό θέμα που αφορά ευρύτερα την πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων στις δράσεις της επόμενης περιόδου. Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος των ενισχύσεων θα έχει τη μορφή ευνοϊκών δανείων από τις τράπεζες. Εξίσου γνωστό είναι ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αντιμετωπίζει σήμερα συνθήκες αποκλεισμού από το τραπεζικό σύστημα. Εάν αυτό το πρόβλημα δεν αντιμετωπισθεί, οι ευκαιρίες και τα οφέλη που θα προκύψουν για τις επιχειρήσεις, αλλά και το στόχο της πράσινης μετάβασης, θα είναι εξαιρετικά φτωχά.

Αν θέλουμε να έχουμε πράσινες επενδύσεις, πρέπει να διασφαλίσουμε ευκολότερη πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση με εργαλεία κατάλληλα σχεδιασμένα και προσαρμοσμένα στα μεγέθη και τις ανάγκες τους. Χρειάζονται παράλληλα δράσεις ενημέρωσης σχετικά με τις δυνατότητες ένταξης σε προγράμματα. Χρειάζονται μηχανισμοί για την παροχή τεχνικής βοήθειας σε τοπικό επίπεδο ώστε όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις να μπορέσουν, να ενταχθούν και να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους. Χρειάζονται δράσεις κατάρτισης και επανακατάρτισης του προσωπικού με έμφαση στην ανάπτυξη πράσινων δεξιοτήτων.

Τα Επιμελητήρια μπορούν να έχουν ενεργό ρόλο σ’ αυτήν την προσπάθεια. Μπορούμε να παρέχουμε υπηρεσίες προς τα μέλη μας, όπως “coatching” και σεμινάρια επιμόρφωσης, υποστήριξης και ανάπτυξης επιχειρηματικών σχεδίων, υπηρεσίες που βοηθούν τις επιχειρήσεις στον εντοπισμό ευκαιριών, στο σχεδιασμό βιώσιμων επενδύσεων, στην αναζήτηση χρηματοδότησης αλλά και στην υλοποίηση. Μπορούμε επίσης να λειτουργήσουμε ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της επιχειρηματικής κοινότητας, της Πολιτείας και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Να αξιοποιήσουμε την εμπειρία μας αλλά και τη γνώση που αντλούμε από σχετικές έρευνες για να καλύψουμε τυχόν κενά στην κατανόηση των αναγκών και των προσδοκιών κάθε πλευράς.

Πρέπει όμως εδώ να γίνουν και κάποιες ευρύτερες επισημάνσεις. Πέρα από την προώθηση επενδύσεων, οι πολιτικές με στόχο την κλιματική ουδετερότητα θα πρέπει να ενταχθούν σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό για τον παραγωγικό μετασχηματισμό και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Κι αυτό αφορά ειδικότερα στη μεταποίηση και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του χώρου, ένα θέμα καθαρά του βιοτεχνικού επιμελητηρίου.

Αυτό που θέλουμε στα επόμενα χρόνια είναι επιχειρήσεις και προϊόντα διεθνώς ανταγωνιστικά. Σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορούμε να αγνοούμε τους ανταγωνιστικούς κινδύνους σε σχέση με χώρες όπου το κόστος συμμόρφωσης με τους περιβαλλοντικούς κανόνες είναι μικρότερο. Επιτρέψτε μου κάτι εκτός κειμένου: Η Ελλάδα θέλει να τελειώσει το θέμα της απολιγνιτοποίησης το 2028, ενώ η Γερμανία το 2038. Είναι παράλογο λοιπόν να θέλουμε να είμαστε ταχύτεροι στην Ευρώπη σε ένα θέμα -εν όψει ενεργειακής κρίσης, και σε μια επένδυση που έγινε στην πέμπτη λιγνιτική μονάδα αξίας 1,3 δισ. Αυτό εννοώ όταν λέω ότι πρέπει να δούμε πώς γίνεται η συμμόρφωση. Μάλλον, ίσως εδώ βιαζόμαστε και από την επιτόπου συνάντηση που κάναμε και με τον Πρόεδρο της ΓΣΒΕΕ κ. Καββαθά βάλαμε τα ζητήματα παρουσία του Υπουργού και νομίζω ότι είναι ένα θέμα που πρέπει να ξαναδεί η Ελληνική Κυβέρνηση. Κινδύνους που απειλούν συνολικά την Ευρώπη και φυσικά την Ελλάδα, και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με συνεκτικό τρόπο.

Δεν μπορούμε επίσης να αγνοήσουμε το ενδεχόμενο διαρροής επιχειρήσεων και παραγωγής εκτός Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ανάγκη για ανταγωνιστικές τιμές και ομαλή λειτουργία της Εφοδιαστικής Αλυσίδας. Είναι σημαντικό λοιπόν η παραγωγή κλιματικά ουδέτερων προϊόντων και υπηρεσιών να είναι οικονομικά εφικτή και βιώσιμη. Το λέω αυτό και με αφορμή τις αυξήσεις που έχουμε δει το τελευταίο διάστημα στην Ενέργεια, αυξήσεις για την εκτίναξη του κόστους του φυσικού αερίου αλλά και από την άνοδο του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα. Έχουμε επίσης τεράστιες ανατιμήσεις σε αγαθά, πρώτες ύλες και μεταφορές Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ασφυκτιούν σε επίπεδο ρευστότητας και για να επιβιώσουν δεν έχουν άλλη επιλογή από τη μετακύλιση αυτού του κόστους στους τελικούς καταναλωτές.

Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να υπάρξουν μέτρα από την πλευρά της Κυβέρνησης αφ’ ενός για την αντιμετώπιση αυτών των πιέσεων και θα πρέπει να καλυφθεί ένα μέρος του ηλεκτρικού ρεύματος που για πολλές επιχειρήσεις μπορεί να αποτελεί έως και το 50% των λειτουργικών εξόδων και βεβαίως να σταματήσουν οι υπέρογκες αυξήσεις από την πλευρά των παρόχων. Το κόστος της μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα πρέπει να επιμερισθεί δίκαια κι όχι να το επωμιστούν αποκλειστικά οι επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις μπορούν και πρέπει να μπουν μπροστά για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας, χρειάζονται όμως επαρκή χρόνο και κατάλληλη υποστήριξη για να υπερβούν τα εμπόδια και να μετασχηματίσουν τη λειτουργία τους, για να δημιουργήσουν ανταγωνιστικά οφέλη για τις ίδιες και την οικονομία.

Η πρωτοβουλία του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα που μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει προς τη σωστή κατεύθυνση. Να κινητοποιήσει τόσο τις επιχειρήσεις ώστε να τολμήσουν ανάλογες κινήσεις, όσο και την Πολιτεία ώστε να στηρίξει πιο αποτελεσματικά αυτήν την προσπάθεια με κατάλληλα σχεδιασμένες πολιτικές και παρεμβάσεις. Εμείς, ως Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος, θα είμαστε ενεργά στο πλευρό των κατά τόπους Επιμελητηρίων για να συμβάλλουμε στην ανάδειξη και την  προώθηση καλών πρακτικών, όπως αυτή του ΒΕΠ, για να παρέχουμε βοήθεια σε επίπεδο τεχνογνωσίας και δικτύωσης.

Για εμάς, η μετάβαση των επιχειρήσεων, μια φιλική προς το περιβάλλον λειτουργία δεν είναι απλώς μια υποχρέωση που προβλέπεται από την εθνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Είναι προϋπόθεση για ανταγωνιστική και βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι κυρίως το δικό μας χρέος απέναντι στις γενιές που έρχονται. Θέλω για άλλη μια φορά να ευχαριστήσω κύριε Πρόεδρε για την πρόσκληση.

Σας ευχαριστώ πολύ».