Η μοίρα των μικρών λαών είναι γνωστή, αν όχι και προδιαγεγραμμένη. Τα δικαιώματά τους –δικαιώματα που, κατά τα άλλα, υπάρχουν στη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και που προβάλλονται με κάθε ευκαιρία, ως στοιχειώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου- έχουν για τους ισχυρούς της γής, μεγάλη…ελαστικότητα. Έτσι ώστε να μπορούν να προσαρμόζουν (οι ισχυροί) τα δικαιώματα αυτά σε συνθήκες εξυπηρέτησης των δικών τους στενών συμφερόντων. Την ωμή αυτή πραγματικότητα  αντιπροσωπεύουν τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ουκρανία.

του Όθωνα Καραγιάννη

Οι λοιποί λαοί, και κυρίως οι μικροί, μεταξύ δε αυτών και ο ελληνικός, μπορεί να απορούν ή και να αγανακτούν. Πρόκειται όμως για ένα παγκόσμιο παιγνίδι, που δεν είναι εφεύρημα του σύγχρονου κόσμου, αλλά, επειδή  οι κανόνες του διαμορφώνονται από την ανθρώπινη φύση, έχει μία διαχρονικότητα αιώνων.

Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί υποστηρίζουν ότι τα πάντα άρχισαν και τέλειωσαν στην αρχαία Ελλάδα. Και ότι αυτά που ο άνθρωπος έζησε στους μετέπειτα αιώνες δεν ήσαν παρά αντιγραφές του κόσμου εκείνου. Μπορεί να υπάρχει αρκετή δόση υπερβολής στην εκτίμηση αυτή. Η ουσία είναι όμως ότι, τουλάχιστον όσον αφορά στην ιστορία και τις συμπεριφορές των λαών, η ιστορία απλώς επαναλαμβάνεται.

Αν λ.χ. οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες διάβαζαν Θουκυδίδη θα αποκτούσαν πολύτιμες εμπειρίες και, ασφαλώς και μία γνώση που θα τους βοηθούσε τη σκέψη και τις επιλογές τους. Γιατί ο αρχαίος ιστορικός, παραμένει πάντα επίκαιρος και γι αυτό πολύτιμος, όπως πολύ σωστά μας πληροφορεί, σε ένα πόνημα του για την επικαιρότητα του Θουκυδίδη, ένας εξαίρετος και πολύ έμπειρος παλαιός Έλληνας διπλωμάτης, ο Βύρων Θεοδωρόπουλος.

Ποιος δεν θα συμφωνήσει π.χ. ότι στη σημερινή διπλωματία των ισχυρών εξακολουθεί να ισχύει η επιχειρηματολογία που επισημαίνει στον Θουκυδίδη ο Θεοδωρόπουλος. Ό,τι δηλαδή η επιχειρηματολογία αυτή έχει τρείς τύπους: 

(α) «Το συμφέρον σας είναι να κάνετε αυτό που σας ζητάμε»

(β) «Εμείς έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας, ενώ οι αντίπαλοί μας αδικούν»

(γ) «Εμείς είμαστε πιό δυνατοί, άρα επιβάλλουμε τη θέλησή μας».

Έννοιες που θα βρει κανείς επαναλαμβανόμενες στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και κυρίως στο διάλογο Μηλίων και Αθηναίων. Αν μάλιστα κάνουμε μία προβολή των δύο αυτών πλευρών στη σημερινή πραγματικότητα, θα δούμε πόσο όμοια είναι η συμπεριφορά των Ρώσσων προς εκείνη των «ιμπεριαλιστών» της εποχής, δηλαδή των Αθηναίων.

Όπως παρατηρεί ο Θεοδωρόπουλος, κατά τη συζήτηση εκείνη Αθηναίων και Μηλίων, πριν οι πρώτοι επιτεθούν στους δεύτερους, οι Αθηναίοι «δήλωσαν εξ αρχής πως αν οι Μήλιοι επιθυμούν να συζητήσουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την  υποταγή τους, τότε καλύτερα να σταματήσει η συζήτηση! ( Περίπου το ίδιο συμβαίνει και σήμερα στις «διαπραγματεύσεις μεταξύ του επιτιθέμενου και του αμυνόμενου).

Και όταν οι Μήλιοι, για να σώσουν την Πολιτεία τους δέχονται να συνεχισθεί η συζήτηση, οι Αθηναίοι ξεκαθαρίζουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν με νομικά ή ιστορικά επιχειρήματα! Αυτά, κατά τους Αθηναίους, έχουν αξία μόνο μεταξύ ισοδυνάμων, αλλιώς «δυνατά οι προύχοντες πράττουσι και οι ασθενείς ξυγχωρούσι». Δηλαδή ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του. Δηλώνουν ότι ήρθαν για να υποτάξουν τους Μηλίους χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια και χωρίς να καταστρέψουν τη Μήλο. Αν οι Μήλιοι υποταχθούν, χωρίς άλλη συζήτηση, θα είναι προς το συμφέρον τους, γιατί θα αποτρέψουν την καταστροφή τους.

Δεν τους ενδιαφέρει να έχουν τη φιλία των Μηλίων, γιατί αν συνεννοηθούν φιλικά, αυτό θα θεωρηθεί απόδειξη της αδυναμίας της Αθήνας. Ενώ αν καταστρέψουν τη Μήλο, αυτό θα θεωρηθεί απόδειξη της δύναμής τους. Θα είναι αυτό παράδειγμα και για τους άλλους συμμάχους ή ουδετέρους. Η προθυμία των Μηλίων για φιλικό διακανονισμό, όπως οι Ουκρανοί δεν αρκεί στους Αθηναίους, δηλαδή στους Ρώσσους, γιατί παραμένει ο κίνδυνος, κάποτε η Μήλος, δηλαδή η Ουκρανία  να ενεργήσει αλόγιστα και να δημιουργήσει νέους κινδύνους στην Αθήνα (δηλαδή στην Ρωσία)».

Κάθε ομοιότητα, με τα σημερινά, τελικώς, δεν είναι τυχαία.