Σε κάποιους κύκλους της Αριστεράς και αντίστοιχα της Δεξιάς επικρατεί η άποψη ότι δεν… υπάρχει το Κέντρο. Δηλαδή, ο χώρος που εκφράζει την πολιτική μετριοπάθεια, τη σύνθεση και τη συναίνεση δεν είναι παρά μια φαντασίωση. Αν όμως δεν υπάρχει Κέντρο πως γίνεται να υπάρχει Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά;

του Χάρη Παυλίδη

Είναι προφανές ότι όσοι αρνούνται την ύπαρξη του Κέντρου, ενώ συγχρόνως με ευκολία αυτοπροσδιορίζονται μέσω αυτού, το χρησιμοποιούν ως άλλοθι προς άγραν ψήφων. Το γεγονός μάλιστα ότι το θέλουν για να κάνει τα «θελήματα» της μιας ή της άλλης πλευράς, έχει κι αυτό τη σημασία του μια και το εντάσσουν στο «υπηρετικό» προσωπικό του πολιτικού συστήματος.

Γι αυτό και οι έχοντες την άποψη ότι το Κέντρο δεν υπάρχει, ή όταν υπάρχει δεν είναι «προοδευτικό» αλλά αποτελεί «διαχειριστή κουρτινών», παρουσιάζουν το Κέντρο ως έναν «απολιτίκ» χώρο όπου συναθροίζονται καιροσκόποι και αεριτζήδες που αποφασίζουν με βάσει ιδιοτελή κίνητρα σε ποια από τις δύο παρατάξεις θα γίνουν «συμπλήρωμα».

Ανιστόρητη άποψη και επιπλέον προσβλητική για έναν πολιτικό χώρο που εκφράζει κοινωνικά και πολιτικά μια μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων, ενώ ιστορικά αποτελεί τη βάση των ιδεών του πολιτικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Ειδικά στην Ελλάδα οι κεντρώοι έχουν συμβάλλει τα μέγιστα στην ανανέωση τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς.

Επί του προκειμένου αυτό που ενοχλεί όσους εμφανίζονται ως γνήσιοι εκφραστές της μιας ή της άλλης παράταξης, δεν είναι τόσο το… «ανύπαρκτο» Κέντρο όσο οι υπαρκτοί κεντρώοι που έχουν ιδέες, είναι αδογμάτιστοι και με την παρουσία τους είναι λογικό να ξεβολεύουν τους «βολεμένους» που αναπαύονται στα στερεότυπα που αναπαράγουν οι ετικέτες.

Στο δια ταύτα: Το Κέντρο όχι μόνο υπάρχει, αλλά αποτελεί το πρώτο συνθετικό ετικετών που δεν έχουν πλέον τη σημασία που είχαν, αλλά σε κάθε περίπτωση έχουν χρηστική σημασία για όσους τις χρησιμοποιούν. Πέραν του πρακτικού μέρους το Κέντρο ως κοιτίδα των αρχών και των αξιών του πολιτικού φιλελευθερισμού, συνθέτει.

Ως εκ τούτου αποφορτίζει τις εντάσεις που προκαλούν οι συγκρούσεις της Αριστεράς με την Δεξιά, παρεμβαίνοντας στις εξελίξεις ώστε να διαμορφώσει συνθήκες ομαλότητας στη βάση ενός αξιακού πλαισίου όπου η ανοχή στην αντίθετη άποψη δεν θα ισοδυναμεί με υποταγή της μιας ή της άλλης άποψης ανεξάρτητα από την ετικέτα που την συνοδεύει.

Αυτό, κατά την γνώμη μου, έπραξε και ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος όταν εξέφρασε την άποψη ότι: «Η Νέα Δημοκρατία συγκυβερνά με το προοδευτικό Κέντρο». Εκείνο που δεν κατάλαβα είναι γιατί ενοχλήθηκαν όσοι έσπευσαν να του ζητήσουν να έρθει… με τον κηδεμόνα του. Για την λέξη «συγκυβερνά», για το «προοδευτικό Κέντρο», ή γιατί δεν… δικαιούται δια να ομιλεί ως Σκέρτσος;

Εικάζω ότι ενοχλούνται για όλα, αλλά κυρίως τους ενοχλεί ο Πρωθυπουργός γιατί δεν έχει «κολλήματα», γενικώς δεν έχει πολιτικούς καταναγκασμούς, κυρίως δεν διακατέχεται από ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές ώστε να κρύβεται πίσω από τον «μπερντέ» και μετά να του φταίει ο «μπερντές».

Σε κάθε περίπτωση ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει ό,τι έκανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανοίγοντας την πόρτα της Νέας Δημοκρατίας σε μια πλειάδα στελεχών του κεντρώου χώρου, συνακόλουθα και σε μια μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος. Κι αυτοί δεν ήταν «μπερντέδες». Πολύ απλά χωρίς αυτούς δεν θα μιλούσαμε για Κεντροδεξιά., αλλά για Δεξιά.

Εάν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν έκλεινε τους ανοιχτούς λογαριασμούς της Δημοκρατίας με την Μοναρχία, δεν άφηνε πίσω του το συντηρητικό αφήγημα της ΕΡΕ, δεν θα μιλούσαμε σήμερα για φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία, αλλά για συντηρητική Νέα Δημοκρατία. Αυτά πριν από 47 χρόνια, όταν ο ιδρυτής της μεγάλης αστικής παράταξης έβαζε τέλος στις «παραπλανητικές ετικέτες» και όριζε τα όρια της από τη Δεξιά μέχρι την Κεντροαριστερά.

Τι παραπάνω είπε ο Άκης Σκέρτσος ώστε να απαιτείται η αποδοκιμασία του από τους φρουρούς των ιερών βιβλίων του «Καραμανλισμού»; Και μάλιστα όταν αυτά που είπε απηχούν την ουσία της πολιτικής του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας; Αλλού είναι το θέμα και αφορά αυτούς που έχουν… «θέμα» με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση τον πρώτο και τελευταίο λόγο τον έχουν οι πολίτες.

Από αυτούς θα κριθεί ο Πρωθυπουργός όταν έρθει η ώρα. Και θα κριθεί για τις αποφάσεις του και όχι για τις τύψεις που προκαλεί η παρουσία του στους συλλέκτες αναμνήσεων.