Ο Άγιος Γεώργιος θεωρείται προστάτης του Πεζικού και του Στρατού Ξηράς, ενώ είναι και ο προστάτης Άγιος της Αγγλίας. Επίσης, θεωρούνταν Άγιος προστάτης των Σταυροφόρων και των Προσκόπων.

Πρώτος τη βιογραφία του έγραψε ο Πάπας Γελάς στο Acta Sancti Georgii (496), ενώ ακολούθησε ο Άγιος Ανδρέας από την Κρήτη. Η συριακή Εκκλησία από τον 4ο αιώνα τον κρατούσε σε μεγάλη εκτίμηση. Λόγω της ιπποτικής του συμπεριφοράς, ο Άγιος Γεώργιος έγινε δημοφιλής στην Ευρώπη κατά το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα κατά το 15ο αιώνα η γιορτή του να είναι ίση σε σημασία και δημοφιλία με αυτή των Χριστουγέννων. Στο Συμβούλιο της Οξφόρδης το 1222, η ημέρα του Αγίου Γεωργίου κηρύχθηκε επίσημη αργία και το 14ο αιώνα έγινε προστάτης Άγιος της χώρας. Είναι επίσης ο προστάτης Άγιος της Μόσχας, της Αραγονίας, της Γεωργίας και της Καταλονίας, ενώ μέχρι το 18ο αιώνα ήταν και της Πορτογαλίας. Ο Άγιος Γεώργιος, όντας προστάτης Άγιος της Αγγλίας και έφιππος, θεωρείτο από το σχετικό θρύλο και ως προστάτης Άγιος των ιπποτών της Στρογγυλής Τράπεζας.

Ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος αποτελεί γόνο της Καππαδοκίας. Για τον λόγο αυτό ήταν από τους περισσότερο τιμώμενους Αγίους στη Μικρά Ασία και κατ’ επέκταση στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στη μητροπολιτική Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι πιο γνωστοί ναοί του Αγίου Γεωργίου στη Μικρά Ασία ήταν της Σμύρνης, της Προύσας, των Κυδωνιών και της Νεάπολης Καππαδοκίας. Στην πατρίδα του Αγίου Γεωργίου, την Καππαδοκία, συναντώνται οι πρώτες αγιογραφίες του έφιππου Αγίου Γεωργίου, αλλά και τραγούδια που τον εξυμνούν.

Ο Άγιος Γεώργιος εορταζόταν ή και εορτάζεται και από πολλούς μουσουλμάνους, ειδικά της περιοχής των Βαλκανίων και της Τουρκίας ή της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατ’ αυτούς, ο Άγιος Γεώργιος συσχετίζεται ή συγχέεται με μουσουλμάνο άγιο, που οι Τούρκοι ονομάζουν ή ονόμαζαν “Χιδίρ Ελέζ”. Θεωρούσαν ότι ο Χιδίρ ή Χιζίρ ήταν προφήτης σύγχρονος του Μωυσή, που άλλοτε εμφανίζεται μόνος και άλλοτε με τον Ηλία-Ελιάς ή Ελέζ.

Ως τροπαιοφόρος (στρατιωτικός) άγιος και ελευθερωτής συγκεντρώνει πολλές θαυμάσιες διηγήσεις και παραδόσεις, από τις οποίες η σπουδαιότερη είναι αυτή που μιλάει για το φόνο του δράκοντα και της σωτηρίας της βασιλοπούλας. Το θηρίο αυτό φυλούσε το νερό μιας πηγής κοντά στη Σιλήνα στη Λιβύη και το άφηνε να τρέχει μόνον όταν έβρισκε κάποιον άνθρωπο να φάει. Οι κάτοικοι της περιοχής όριζαν με κλήρο το θύμα του δράκοντα. Ολόκληροι στρατοί είχαν αντιταχθεί με αυτό το τέρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο κλήρος έφερε και τη σειρά της βασιλοπούλας, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος, φονεύοντας τον δράκο.

Ο Άγιος Γεώργιος (280 – 23 Απριλίου 303) ήταν Ρωμαίος στρατιωτικός. Καταγόταν από την Καππαδοκία και υπηρετούσε ως αξιωματικός του στρατού επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Καταδικάστηκε σε θάνατο, επειδή δεν αποκήρυξε τη χριστιανική του πίστη. Αργότερα, αγιοκατατάχθηκε ως Χριστιανός μάρτυρας.

Αποκαλούμενος από την Ορθόδοξη Εκκλησία Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος, είναι από τους δημοφιλέστερους αγίους σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Απριλίου για τις Εκκλησίες που πηγαίνουν σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, όπου εάν η ημέρα αυτή συμπέσει πριν την Ανάσταση, μετατίθεται τη Δευτέρα της Διακαινησίμου. Ο Άγιος Γεώργιος θεωρείται Άγιος της Ορθόδοξης, της Καθολικής, της Αγγλικανικής, της Λουθηρανικής και της Αρμενικής Εκκλησίας.

Ο Άγιος Γεώργιος, όπως και στο Βυζάντιο, έγινε ο προστάτης και Τροπαιοφόρος άγιος του Ελληνικού Στρατού, έπειτα από την απελευθέρωση του ελληνικού Γένους. Έτσι, στην εικόνα του δράκου είδαν τον Τούρκο κατακτητή, που σκοτώνεται από τον Άγιο. Η απεικόνισή του αυτή εμφανίζεται στην αγιογραφία από τον 12ο αιώνα και μετά.

Οι ακριβείς λεπτομέρειες γύρω από την γέννησή του δεν βρίσκουν σύμφωνους όλους τους ιστορικούς. Φαίνεται να γεννήθηκε μεταξύ των ετών 275-285 μ.Χ., πιθανώς στην περιοχή της Γεωργίας, από τον Έλληνα Συγκλητικό Γερόντιο, στρατηλάτη στο αξίωμα κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Κατά την αγιογραφία ο πατέρας του Γεωργίου, καταγόταν από πλούσια και επίσημη γενιά της Καππαδοκίας. Εκεί, κατά μία εξιστόρηση, σε ένα μοναστήρι της περιοχής, ο Γεώργιος δέχθηκε το Μυστήριο του Βαπτίσματος και έγινε μέλος της Εκκλησίας. Σε παλαιό χειρόγραφο αναφέρεται ότι γεννήθηκε στην Γεωργία , αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και αργότερα έγινε Χριστιανός. Η μητέρα του ονομαζόταν Πολυχρονία, ήταν χριστιανή και καταγόταν από το γνωστό Λύδδα (Διάσπολη) της Παλαιστίνης. Όπως αναφέρουν οι χριστιανικές πηγές, η οικογένεια του Αγίου, όταν εκείνος ήταν σε μικρή ηλικία, μετοίκησε στη Λύδδα, λόγω του θανάτου του πατρός του.

Ανέλιξη
Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος κατατάχθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Διακρίθηκε για την τόλμη και τον ηρωισμό του και έλαβε το αξίωμα του Τριβούνου. Λίγο αργότερα, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός τον έκανε Δούκα (διοικητή) με τον τίτλο του Κόμητος (συνταγματάρχη) στο τάγμα τον Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς· «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπώς διαπρέψας του των σχολών μετά ταύτα πρώτου τάγματος κόμης κατ’ εκλογήν προεβλήθη».

Μαρτύριο
Το 303 μ.Χ., όταν άρχισαν οι διωγμοί του Διοκλητιανού, ο Γεώργιος δε δίστασε να ομολογήσει την χριστιανική του πίστη προκαλώντας το μένος του Διοκλητιανού, επειδή κατείχε μεγάλο αξίωμα και ήταν αγαπημένος του. Αρχικά του έταξε πλούτη, γη και δούλους για να αλλαξοπιστήσει και όταν ο Γεώργιος αρνήθηκε, ελεηνολογώντας τους ειδωλολάτρες, τον υπέβαλε σε μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων. Αρχικά έδεσαν τον άγιο σε ένα ξύλο και τον χτυπούσαν στην κοιλιά του με ένα κοντάρι.[5] Η χριστιανική παράδοση περιγράφει ότι αφού τον λόγχισαν, ξέσκισαν τις σάρκες του με ειδικό τροχό από μαχαίρια. Έπειτα, τον έριξαν σε λάκκο με βραστό ασβέστη και κατόπιν τον ανάγκασαν να βαδίσει με πυρωμένα μεταλλικά παπούτσια. Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση, από όλες αυτές τις δοκιμασίες, ο Θεός τον κράτησε θαυματουργά ζωντανό.

Ο Γεώργιος τελικά μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, την Παρασκευή 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ. Κατά τον υπολογισμό του χριστιανού ιστορικού και απολογητή Αγίου Ευσεβίου, η ημέρα αυτή αντιστοιχούσε στην Παρασκευή της Διακαινησίμου του Πάσχα. Οι χριστιανοί πήραν το λείψανό του και το έθαψαν μαζί με αυτό της μητέρας του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση, ο πιστός υπηρέτης του Γεωργίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του, παρέλαβε το λείψανο του Γεωργίου, μαζί με αυτό της μητέρας του και τα μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε ναό πάνω στον τάφο του. Από εκεί οι Σταυροφόροι τα μετέφεραν στη Δύση.

Η πίστη του Γεωργίου φαίνεται να γίνεται αφορμή να βαπτιστούν χριστιανοί οι στρατιωτικοί Ανατόλιος και Πρωτολέων, Βίκτωρ και Ακίνδυνος, Ζωτικός και Ζήνωνας, Χριστοφόρος και Σεβιριανός, Θεωνάς, Καισάριος και Αντώνιος, των οποίων τη μνήμη εορτάζει η Εκκλησία στις 20 Απριλίου και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του Διοκλητιανού, μαζί με τους δούλους της Απολλώ, Ισαάκιο και Κοδράτο, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 21 Απριλίου, και η Αγία Νίκη.

Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Γεωργίου μαρτύρησαν και οι συνδέσμιοί του Ευσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος και άλλοι τέσσερις μαζί. Την μνήμη τους τιμά η Εκκλησία στις 23 Απριλίου. Βλέπουμε ότι με κέντρο την ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου Γεωργίου δημιουργείται μέσα στο λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας ένας εορτολογικός κύκλος, ο οποίος καλλιεργείται περισσότερο από τα Τυπικά της Κωνσταντινούπολης, που ξεκινά στις 20 Απριλίου και τελειώνει στις 24 Απριλίου. Ο εορτολογικός αυτός κύκλος δείχνει την περίοπτη θέση του Αγίου Γεωργίου στη ζωή της Εκκλησίας. Από την υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας κοσμείται με τα επίθετα «ο μαργαρίτης ο πολύτιμος», «ο αριστεύς ο θείος», «ο λέων ο ένδοξος», «ο αστήρ ο πολύφωτος», «του Χριστού οπλίτης», «της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος».