Στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ το 2016, ο Μητσοτάκης δεν μπορούσε παρά να είναι η πρώτη επιλογή του εκλογικού σώματος. Όπερ κι έγινε αφού ήταν αυτονόητοι οι λόγοι της επιλογής του. Ο κόσμος της ΝΔ αναζητούσε φυγή προς τα εμπρός κι ο Μητσοτάκης ήταν ο καταλληλότερος ανάμεσα στους υποψηφίους, η πιο συνετή και φρέσκια επιλογή για να οδηγήσει την παράταξή του στην εξουσία και κυρίως για ν’ αντιπαρατεθεί στην λαίλαπα, τότε, του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.  Ούτε θέλω να φανταστώ τι θα είχε συμβεί στον τόπο αν δεν εξελέγετο τότε ο Μητσοτάκης…

Ακριβώς το ίδιο συνέβη και τώρα με τις εκλογές του ΚΙΝΑΛ. Μπορεί ο Λοβέρδος να φάνταζε η ιδανική επιλογή, μπορεί ο Παπανδρέου να κουβαλούσε οικόσημο και πριγκιπική καταγωγή, αλλά ο Ανδρουλάκης –κακά τα ψέματα- φάνταζε η πιο πιθανή επιλογή. Όπως κι έγινε αφού κι εκεί πρυτάνευσε η αναγκαιότητα να βγει ο χώρος από το τέλμα του με νέες δυνάμεις.

Προσέξτε: Στην συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης – άρα και του εκλογικού σώματος- ο Παπανδρέου ήταν μια «καμμένη» – «τελειωμένη» υποψηφιότητα. Στα χέρια του «έσκασε» η χώρα όταν εκείνος την πήρε στη ΜΕΘ κι αντί γιατρικά με περικοπές και θυσίες, έκανε αυξήσεις μισθών και μοίραζε λεφτά. Ενώ όταν ακόμη έλεγε «λεφτά υπάρχουν», συνομιλούσε ήδη με τον διευθυντή του ΔΝΤ για πιθανή ενεργοποίησή του στην Ελλάδα. Όπως κι έγινε.

Προσέξτε: Ο Λοβέρδος που ήταν η πιο μεστή υποψηφιότητα, δεν κάλυπτε την ανάγκη των ψηφοφόρων για ανανέωση. Όχι μόνο λόγω των 65 χρόνων του, όσο κυρίως από την κυβερνητική φθορά του ως υπουργός και την πολύχρονη διαδρομή του.  Οι υποψηφιότητες των Γερουλάνου, Καστανίδη ήταν για την τιμή των προσωπικών τους όπλων, ενώ του Χρηστίδη παρακαταθήκη για το μέλλον.

Άρα, ο Ανδρουλάκης εκ των πραγμάτων κάλπαζε στο αυτονόητο. Παρά το γεγονός ότι έχασε στο debate, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων δεν γνώριζε τις θέσεις του για μεγάλα ζητήματα της χώρας, παρά το γεγονός ότι τελικά απέναντί του στον τελικό είχε τον γόνο και παρά το γεγονός ότι δεν θα ήταν στη Βουλή ως αρχηγός. Προτιμήθηκε επειδή οι άλλοι είχαν αρνητική ψήφο κι επειδή οι ψηφοφόροι θέλησαν «φωναχτά» να ξεφορτωθούν το παρελθόν.

Ο Ανδρουλάκης, επιπλέον, έκανε κάτι που τελικά αποδείχτηκε ευφυές. Δεν άνοιξε μέτωπα και κατέφυγε σε αοριστολογία, αποφεύγοντας να καταθέσει θέσεις που αναγκαστικά θα τον οδηγούσαν σε αντιπαράθεση. Την δε έλλειψη επικοινωνιακών χαρισμάτων, προς το παρόν την κάλυψε από το επιχείρημα ότι δεν κουβαλάει αμαρτίες κι ότι είναι νέος.

Η διαφορά του από τον Μητσοτάκη, είναι ότι ο σημερινός πρωθυπουργός ήταν ήδη μπαρουτοκαπνισμένος υπουργός, ότι είχε καλύτερες σπουδές και φυσικά εμπειρία. Κι ήταν σαφής η διεισδυτικότητά του σε άλλους πολιτικούς χώρους, κάτι που δεν φαίνεται να διαθέτει ο Ανδρουλάκης, που είναι παιδί του κομματικού σωλήνα.

Η κοινή τους συνισταμένη ήταν η υποδόρια αναγκαιότητα των κομματικών ψηφοφόρων  για φυγή προς τα εμπρός κι άρνηση στο παλιό. Εξελέγησαν επειδή ήταν αναγκαία η αλλαγή, η ανανέωση και δια αυτών η συνέχεια των κομμάτων.

Τώρα όμως ο Ανδρουλάκης πρέπει να ανοίξει τα χαρτιά του. Να καταθέσει θέσεις, να προτείνει ρεαλιστικές κι εφικτές πολιτικές. Να γίνει πρωταγωνιστής επειδή είναι αυτός κι έχει ιδέες κι όχι επειδή καταψηφίστηκαν οι άλλοι…