Τη μέθοδο «καρότο και μαστίγιο» εισηγείται ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να εφαρμόσει η ευρωπαϊκή ηγεσία έναντι της Τουρκίας, προκειμένου να πάψει το καθεστώς Ερντογάν να χρησιμοποιεί τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως μοχλό πίεσης στα ελληνοτουρκικά σύνορα και σαν όπλο εκβιασμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Σε επιστολή την οποία απέστειλε προς τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν (στα γαλλικά) και την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ (στα αγγλικά), οι οποίοι συνομίλησαν στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας μέσω τηλεδιάσκεψης με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο κ. Μητσοτάκης διατυπώνει ένα πλέγμα προτάσεων που κυριαρχείται από μια καινούρια ιδέα, την καθιέρωση ενός νέου μηχανισμού χρηματοδότησης της Άγκυρας που να συνδέεται ευθέως με την πλήρη συμμόρφωση της γείτονος στις συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο μηχανισμός που εισηγείται ο Έλληνας πρωθυπουργός στηρίζεται στην αρχή «περισσότερη χρηματοδότηση για λιγότερες ροές» και «λιγότερη χρηματοδότηση για περισσότερες ροές», σύμφωνα με όσα αναφέρονται ρητά στην επιστολή προς τον Γάλλο πρόεδρο και τη Γερμανίδα καγκελάριο, την οποία φέρνει στο φως το «ΘΕΜΑ». Κεντρικό στοιχείο της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει ο κ. Μητσοτάκης προς τους Ευρωπαίους ηγέτες αποτελεί η εκτίμηση της ελληνικής πλευράς ότι «η Τουρκία έχει την ικανότητα να ελέγχει πλήρως τις ροές».
Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, από τις 28 Φεβρουαρίου, όταν η Τουρκία ξεκίνησε να κάνει πράξη τις απειλές που από καιρό είχε διατυπώσει ότι μπορεί να πλημμυρίσει την Ευρώπη με μετανάστες, οι ροές προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μειώθηκαν στο ελάχιστο. Τούτου δοθέντος, ο πρωθυπουργός καθιστά σαφές ότι η προώθηση μεταναστών στα σύνορα του Έβρου και οι απόπειρες που έκαναν να περάσουν βίαια τα ελληνοτουρκικά σύνορα δεν ήταν παρά «ένα οργανωμένο σχέδιο εκβιασμού της Ευρώπης».

Τα προαπαιτούμενα για νέα συμφωνία

Ένα σχέδιο το οποίο, όπως σημειώνει ο κ. Μητσοτάκης, εκπονήθηκε «με στόχο την επίτευξη γεωπολιτικών στόχων, μέσω της εργαλειοποίησης ανθρώπων που έχουν ανάγκη και κατά παράβαση και απόλυτη αδιαφορία για οποιαδήποτε ανθρωπιστική θεώρηση». Υπογραμμίζει, μάλιστα, ότι αν δεν είχε αμυνθεί αποτελεσματικά η Ελλάδα, προστατεύοντας τα σύνορά της, τότε «θα αντιμετωπίζαμε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, γεγονός με επιπτώσεις στη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής».

Ο πρωθυπουργός επισημαίνει ότι «η συνεργασία της Τουρκίας είναι αναμφισβήτητα καθοριστική για τη διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών» που κατευθύνονται στην Ευρώπη και γι’ αυτό τονίζει την ανάγκη να υπογραφεί μια νέα «λειτουργική και συνολική συμφωνία με την Τουρκία». Εως ότου, όμως, επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα «πρέπει να εφαρμοστεί η κοινή δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας του 2016, η οποία παραβιάστηκε ουσιαστικά από την Τουρκία τις τελευταίες ημέρες», προσθέτει ο κ. Μητσοτάκης.

Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι προαπαιτούμενα για τη νέα συμφωνία Βρυξελλών – Αγκυρας, εκτός από τον νέο μηχανισμό χρηματοδότησης που θα συνδέει την εκταμίευση ευρωπαϊκών πόρων με τη συγκράτηση των ροών, πρέπει να είναι, αφενός, οι περιπολίες της Frontex, από κοινού με την τουρκική Ακτοφυλακή, κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας και, αφετέρου, η υποχρέωση της Αγκυρας να παίρνει πίσω και όσους από εκείνους που δεν εξασφαλίζουν ευρωπαϊκό άσυλο βρίσκονται στην ελληνική ενδοχώρα.

Η απόφαση, στο μεταξύ, της Άγκυρας να απομακρύνει, έπειτα από τέσσερις εβδομάδες παραμονής στη μεθόριο των Καστανιών, τους μετανάστες που είχε εγκαταστήσει εκεί ως «πολιορκητικό κριό» κατά των ελληνικών συνόρων δεν προκαλεί εφησυχασμό στην κυβέρνηση.

Σε σύσκεψη μάλιστα, μέσω τηλεδιάσκεψης, που συγκάλεσε την περασμένη Παρασκευή ο πρωθυπουργός, μόλις έγινε γνωστό ότι οι τουρκικές αρχές διέλυσαν τον πρόχειρο καταυλισμό από τον οποίο εξαπολύονταν όλο το προηγούμενο διάστημα οι συντονισμένες επιθέσεις κατά του φράκτη και των άλλων αποτρεπτικών μέτρων που είχαν παρατάξει ο Ελληνικός Στρατός, η Αστυνομία, αλλά και λιγοστές ευρωπαϊκές δυνάμεις από την Αυστρία και την Κύπρο, εξετάστηκε η νέα κατάσταση, πλην όμως αποφασίστηκε να μη χαλαρώσει η φύλαξη των συνόρων.

«Ενδεχομένως να κλείνει ένα κεφάλαιο, αλλά η μάχη αυτή -μην έχετε καμία αμφιβολία- συνεχίζεται», ανέφερε ο πρωθυπουργός και συμπλήρωσε: «Καταφέραμε να εξασφαλίσουμε ένα πολύ σημαντικό κεκτημένο για λογαριασμό τόσο της χώρας όσο και της Ευρώπης: τη δυνατότητα και την αποτελεσματικότητα να φυλάμε τα σύνορά μας, χερσαία και θαλάσσια».

Δεν χαλαρώνει η φύλαξη στα σύνορα

«Τα σύνορά μας ήταν, είναι και θα παραμείνουν απόλυτα προστατευμένα, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς ξανά να εκβιάσει την Ευρώπη και την Ελλάδα, όπως κάποιοι επιχείρησαν να το κάνουν τον τελευταίο μήνα», υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης. Και στο πλαίσιο αυτό αποφασίστηκε να συνεχιστεί η ενίσχυση του φράχτη στον Εβρο, να γίνει αναδιοργάνωση δυνάμεων, δίχως να υπάρξει ο παραμικρός εφησυχασμός, να δοθεί βάρος στη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων και να υπάρξει τακτική ευρωπαϊκή παρουσία στον Εβρο και στα νησιά. Οι αποφάσεις της κυβέρνησης για συνέχιση της ενισχυμένης φύλαξης των συνόρων σχετίζονται και με τον συνεχιζόμενο προπαγανδιστικό πόλεμο στον οποίο επιδίδονται συνεργάτες του Ερντογάν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την παραμονή της διάλυσης του καταυλισμού στις Καστανιές ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού παραδεχόταν ότι οι τουρκικές δυνάμεις στον Έβρο έριξαν στην ελληνική πλευρά σφαίρες και βόμβες αερίου και πως, αν απαιτηθεί, κάτι τέτοιο θα επαναληφθεί. Δεν παρέλειψε, μάλιστα, να ισχυριστεί ότι περισσότεροι από 150.000 παράνομοι μετανάστες πέρασαν σε ελληνικό έδαφος όταν η ελληνική κυβέρνηση αναφέρει ότι ήταν λίγο πάνω από 2 χιλιάδες.

Ολόκληρη η επιστολή Κυριάκου στους δύο Ευρωπαίους ηγέτες

Το κείμενο της κοινής επιστολής την οποία απηύθυνε ο Έλληνας προς τον πρόεδρο Μακρόν και την καγκελάριο Μέρκελ έχει ως εξής:
«Αθήνα, 16 Μαρτίου 2020
Εν όψει της επερχόμενης πολύ σημαντικής τηλεδιάσκεψής σας με τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ερντογάν στις 17 Μαρτίου, δράττομαι της ευκαιρίας να σας ενημερώσω για τα πρόσφατα προκλητικά γεγονότα στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. με την τεχνητή μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, την οποία σχεδίασε η Τουρκία, και την ανάγκη να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στην Άγκυρα για το θέμα αυτό.
Έχουμε ήδη την ευκαιρία να ανταλλάξουμε απόψεις σχετικά με την πρόσφατη οργανωμένη προσπάθεια μετά την ανάληψη, εκ μέρους των τουρκικών αρχών, δεκάδων χιλιάδων μεταναστών για παραβίαση των ελληνικών συνόρων και τη μέχρι τώρα επιτυχημένη ανταπόκριση των ελληνικών δυνάμεων ασφαλείας για την αποφυγή της εισόδου τους την επικράτεια της Ε.Ε. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στις δύο μορφές του -Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, καθώς και Εξωτερικών Υποθέσεων- απέρριψε έντονα τη χρήση της μεταναστευτικής πίεσης από την Τουρκία για πολιτικούς σκοπούς, επιβεβαιώνοντας ότι η κατάσταση στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. δεν είναι αποδεκτή.
Είμαστε σε κρίσιμη καμπή. Από τις 28 Φεβρουαρίου οι επιπτώσεις για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην Ευρώπη από την τουρκική συμπεριφορά έγιναν ακόμα πιο εμφανείς. Η συνεχής πίεση και ακόμη η κλιμάκωση των ενεργειών και της ρητορικής της Τουρκίας στο υψηλότερο επίπεδο αποτελούν σαφή απόδειξη ότι πρόκειται για ένα οργανωμένο σχέδιο εκβιασμού της Ευρώπης με στόχο την επίτευξη γεωπολιτικών στόχων, μέσω της εργαλειοποίησης ανθρώπων που έχουν ανάγκη και κατά παράβαση και απόλυτη αδιαφορία για οποιαδήποτε ανθρωπιστική θεώρηση. Αυτό υπήρξε ένα γεγονός με επιπτώσεις στη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής. Εάν η Ελλάδα δεν μπόρεσε να προστατεύσει τα σύνορά της, θα αντιμετωπίζαμε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση.
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι εναπόκειται στην Τουρκία να αναλάβει τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να αποκλιμακωθεί η κατάσταση, επίσης εν όψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 26ης Μαρτίου, αποσύροντας τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν στα σύνορα και αποδεχόμενη την επιστροφή τους, που εκτιμώνται σε περισσότερους από 2.000, οι οποίοι από τις 28 Φεβρουαρίου κατάφεραν παράνομα να διασχίσουν τα σύνορα και κρατούνται από τις ελληνικές αρχές.
Από αυτή την άποψη, έχουμε λάβει ανάμεικτα μηνύματα από την τουρκική πλευρά. Από τη μία πλευρά, αντιμετωπίζουμε συνεχείς πιέσεις και προκλήσεις, υποδεικνύοντας ότι η Τουρκία “στρατιωτικοποιεί” την κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, οι παράνομες αφίξεις στα νησιά μας έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο. Αυτό αποδεικνύει επίσης ότι η Τουρκία έχει την ικανότητα να ελέγχει πλήρως τις ροές”.

Πηγή: Πρώτο ΘΕΜΑ