Ο Τζο Μπάιντεν και η κυβέρνησή του θα επενδύσουν στην αποκατάσταση των παραδοσιακών σχέσεων, τόσο με την ΕΕ όσο και με το ΝΑΤΟ. Θα πρέπει όμως να λάβουν υπόψη και τις προσδοκίες των Αμερικανών.

του Benjamin Haddad (*)

Θα δούμε μια Αμερική διψασμένη να ξαναπάρει την πρωτοβουλία στα μεγάλα θέματα, όπως η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. «America is back», είπε ο Μπάιντεν. Το επιτελείο του είναι έμπειρο και γνωστό, πολλά από τα μέλη του εργάστηκαν για τον Ομπάμα. Η προσέγγισή τους για την εξωτερική πολιτική είναι μάλλον παραδοσιακή, κινείται γύρω από μια Ευρώπη που είναι ευθυγραμμισμένη με την αμερικανική γραμμή. Ακούσαμε όμως και εκκλήσεις για μια Ευρώπη υπεύθυνη και αυτόνομη. Πολλοί στην Ουάσινγκτον μιλούν για «ευρωπαϊκή κυριαρχία».
Τούτων λεχθέντων, δεν νομίζω ότι η εξωτερική πολιτική του Τραμπ αποτέλεσε μια παρέκκλιση. Η αποχώρηση από τη Μέση Ανατολή είχε ήδη δρομολογηθεί επί Ομπάμα. Θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στις προσδοκίες μας, δεν θα υπάρξει αναγκαστικά ρήξη σε όλα τα θέματα. Το βασικό θέμα θα είναι η επιθυμία της Αμερικής να δίνει το παράδειγμα: απέναντι στη Ρωσία, για παράδειγμα, η θέση της κυβέρνησης Μπάιντεν θα είναι σκληρή, η επανάληψη του διαλόγου δεν θα είναι εύκολη.

Όλα τα μάτια όμως είναι σήμερα στραμμένα στην Κίνα. Ο Τραμπ υπήρξε πιο ριζοσπάστης στη σχέση του με τη χώρα αυτή, ήθελε να κλείσει την πόρτα. Ο εμπορικός στρατηγικός ανταγωνισμός είναι πάντα υπαρκτός και οι διαφορές στη στάση της νέας κυβέρνησης θα αφορούν περισσότερο τη μέθοδο παρά την ουσία. Δεν υπάρχουν πολλοί πλέον στην Ουάσινγκτον που να πιστεύουν σε μια συνεργασία ή σε έναν ειρηνικό συνεταιρισμό με την Κίνα. Mε τον Μπάιντεν, μπορεί να περιμένει κανείς μια πιο σφαιρική προσέγγιση των εταίρων και των συμμάχων και μια μεγαλύτερη ανάμιξη στις εμπορικές συζητήσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους τεχνολογικούς και περιβαλλοντικούς κανόνες, τα στρατηγικά ζητήματα.

Ποια θα είναι η πρώτη παρεξήγηση που πρέπει να λυθεί; Η επενδυτική συμφωνία της ΕΕ με την Κίνα. Η αντίδραση του επιτελείου του Μπάιντεν, πριν ακόμη αναλάβει καθήκοντα, ήταν παγερή.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταστήσει σαφές ότι θέλουν να συνεργαστούν με την Ευρώπη σε ζητήματα άμυνας, τεχνολογίας, εμπορίου και κλίματος. Η Γαλλία, που έχει ένα πολύ φιλόδοξο όραμα για την Ευρώπη, μπορεί εδώ να παίξει έναν ρόλο-κλειδί. Oσον αφορά τη Βρετανία, το Brexit αποτελεί μια πραγματική απογοήτευση για τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, που βλέπει μια χώρα πολύ αποδυναμωμένη στο εμπορικό πεδίο, και κατά συνέπεια ευάλωτη σε πιέσεις. Σε ορισμένα θέματα όπως το κλίμα θα υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά το Brexit και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα του Μπάιντεν. Η Βρετανία δεν αποτελεί πλέον έναν ιδεολογικό εταίρο των ΗΠΑ. Στα έξι χρόνια που βρίσκομαι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχω ακούσει ποτέ να μιλούν για την «ειδική σχέση» για την οποία υπερηφανεύονται τόσο πολύ στη Βρετανία.

(*) Ο Mπέντζαμιν Χαντάντ είναι διευθυντής του Future Europe Initiative στο Atlantic Council και ειδικός στην ευρωπαϊκή πολιτική και τις διατλαντικές σχέσεις

(Πηγή: συνέντευξη στη Libération)