Σε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των μελών της επιτροπής PEGA εξελίσσεται η προσπάθεια της Σόφι ιν΄τ Βέλντ, της εισηγήτριας, να χρησιμοποιήσει την υπόθεση των παρακολουθήσεων με τη χρήση κακόβουλου λογισμικού για προσωπικούς λόγου, που αποδίδονται σε ένα είδους πολιτικής εκστρατείας. Η στάση της στην Ελλάδα, η υιοθέτηση κάθε είδους σεναρίου και θεωρίας συνωμοσίας αλλά και το γεγονός πως παραχώρησε συνέντευξη Τύπου προκειμένου να παρουσιάσει το προσχέδιο της εισήγησής της χωρίς ενημέρωση των μελών (έλαβαν το προσχέδιο λίγο πριν τη συνέντευξη) προκαλεί αντιδράσεις και δημιουργεί νέα δεδομένα για τις διαδικασίες που ακολουθούνται.

Τα μέλη της επιτροπής που πρόσκεινται στο Ευρωπαϊκό Λαικό Κόμμα αναγκάστηκαν να εκδώσουν επιστολή  εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους για τον τρόπου που η ευρωβουλευτής του Renew Europe χειρίστηκε τόσο την έκθεση όσο και την παρουσία της σε χώρες όπως η Ελλάδα. Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις αυτές εγείρουν ερωτήματα, αν υπολογίσει κανείς πως η Σόφι ιν’τ Βέλντ εμφανίσθηκε στη χώρα μας υποστηρίζοντας με ιδιαίτερα έντονα τρόπο όσα υποστηρίζει η αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορώντας την κυβέρνηση χωρίς, όπως η ίδια δήλωσε, να διαθέτει το παραμικρό σχετικό στοιχείο.

Στο πλαίσιο αυτό η επιστολή μελών της επιτροπής έρχεται να αναδείξει τα προβλήματα αλλά και τον τρόπο λειτουργίας της PEGA. Συγκεκριμένα σε επιστολή που υπογράφει ο Juan Ignacio Zoido, μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, εκφράζεται η βαθύτατη δυσαρέσκεια των μελών του ΕΛΚ που είναι και μέλη της επιτροπής PEGA, για τον τρόπο με τον οποίο η Σόφι ιν ‘τ Βελν χειρίστηκε την υπόθεση της έκθεσης της Επιτροπής PEGA και αντιμετώπισε  τα ίδια τα μέλη της.

«Εκ μέρους των μελών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στην επιτροπή PEGA, θα ήθελα να εκφράσω τη δυσαρέσκειά μας για το γεγονός ότι μέλη της ίδιας της Επιτροπής δεν ενημερώθηκαν εκ των προτέρων για τη συνέντευξη τύπου, όπου θα παρουσιαζόταν το προσχέδιο της έκθεσης της εξεταστικής επιτροπής. Επίσης λυπούμαστε πολύ για το γεγονός ότι τα ίδια τα μέλη έλαβαν το προσχέδιο λίγο πριν από την διεξαγωγή της συνέντευξης Τύπου» αναφέρεται στην επιστολή και τονίζεται ότι

«Το ίδιο ισχύει και για τη συμπεριφορά της rapporteur κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στην Αθήνα, όπου παρουσίασε λεπτομερώς τις δικές τις προσωπικές πεποιθήσεις για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, παρόλο που τα ίδια τα μέλη της Επιτροπής είχαν συμφωνήσει πως θα επεξεργάζονταν μια κοινή δήλωση με στόχο να εκφράσουν την κοινή τους θέση σε επιλεγμένα θέματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια λανθασμένη εντύπωση ότι (η rapporteur) παρουσίασε την κοινή και ενιαία θέση της Επιτροπής».

Η επιστολή καταλήγει αναφέροντας ότι «υπενθυμίζουμε πως το έργο της Επιτροπής είναι μια συλλογική προσπάθεια και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως πλατφόρμα για την προσωπικές πολιτικές εκστρατείες (μεμονωμένων προσώπων). Ελπίζουμε πως για το υπόλοιπο της θητείας της επιτροπής PEGA, θα είμαστε σε θέση να εργαστούμε από κοινού σε πνεύμα συνεργασίας».

Το προσχέδιο που παρουσίασε η Σόφι ιν΄τ Βέλν αν και σημειώνει ότι το θέμα της χρήσης κακόβουλων λογισμικών παρακολούθησης είναι ευρωπαϊκό, επαναλαμβάνει τα όσα η Ολλανδή ευρωβουλευτής υποστήριξε την Παρασκευή στην Αθήνα, δηλαδή τις προσωπικές της θέσεις  που έχουν προκαλέσει ερωτήματα και στο εσωτερικό της χώρας και σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως προκύπτει τουλάχιστον από τις αντιδράσεις ευρωβουλευτών και μελών της επιτροπής PEGA

Αρκεί να διαπιστωθεί ότι η επιτροπή αυτή συστάθηκε από την Κομισιόν προκειμένου να διερευνήσει το θέμα των παρακολουθήσεων με τη χρήση κακόβουλων λογισμικών που πλήττει σχεδόν το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργώντας ένα μεγάλο πονοκέφαλο στις ελεγκτικές και άλλες αρχές, αφού η αντιμετώπιση του φαινομένου δεν είναι καθόλου εύκολη. Επίσης, ο προβληματισμό στις Βρυξέλλες είναι μεγάλος δεδομένης και της προσπάθειας που βρίσκεται σε εξέλιξη από την πλευρά της Ρωσίας να παρέμβει σε χώρες που αντιτάσσονται ανοιχτά στον αναθεωρητισμό και την εισβολή της στην Ουκρανία.

Στο πλαίσιο αυτό η προσπάθεια απόδοσης ευθυνών χωρίς κανένα απολύτως στοιχεία σε κυβερνήσεις αν μη τι άλλο απαιτεί τουλάχιστον ένα είδος αποδείξεων ή έστω ενδείξεων που να μην εντάσσονται σε αφηγήματα όπως αυτά αποτυπώνονται μέσα από τις προθέσεις και τις διαθέσεις αντιπολιτευόμενων δυνάμεων