Η ανάγνωση των δύο ανθολογίων του ομότιμου καθηγητή Αντώνη Μανιτάκη αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία για αναδίφηση στην πολιτική και συνταγματική ιστορία ολόκληρης της Μεταπολίτευσης. Της πρώτης 20ετίας που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει μεταπολιτευτική δημοκρατία και της δεύτερης που χαρακτηρίζει λυκόφως της Μεταπολίτευσης. Με το βλέμμα στραμμένο στην προσδοκία μιας μεταπολίτευσης της Μεταπολίτευσης, όπως ο ίδιος την  οραματίζεται.

του Γιώργου Γεραπετρίτη

Η πρώτη εικοσαετία είναι πράγματι η περίοδος της εγκαθίδρυσης των θεσμών του νεοπαγούς πολιτεύματος μετά την πτώση της δικτατορίας. Μια, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός, start-up δημοκρατία που αναζητούσε ισορροπίες. Ισορροπία μεταξύ του Πρωθυπουργού και του Προέδρου της Δημοκρατίας ως κεντρικών φορέων της εξουσίας. Η, κατά Μανιτάκη, θεσμική «πρωθυπουργοποίηση του Προέδρου της Δημοκρατίας» που εν τέλει κατέληξε στην πολιτική πράξη ως «προεδροποίηση του Πρωθυπουργού». Ισορροπία μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας αλλά και μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, διότι ακόμη δεν είχε εντυπωθεί η βασική λογική του κοινοβουλευτικού συστήματος και των αντιβάρων εξουσίας. Και, τέλος, ισορροπία μεταξύ κράτους και κοινωνίας, που βγαίνουν πιο συμφιλιωμένοι από την ανελεύθερη περίοδο αλλά που ακόμη αναζητούν τον σύγχρονο βηματισμό τους.

Η δεύτερη εικοσαετία της Μεταπολίτευσης καλεί για μια πιο βαθιά συζήτηση. Οι θεσμοί είναι πλέον εδραιωμένοι και έχουμε μια ευκαιρία να αναστοχαστούμε πάνω στις βασικές παθολογίες που προέκυψαν συν τω χρόνω. Η συζήτηση στην οποία επενδύει επιστημονικά ο συγγραφέας αφορά την εθνική κυριαρχία, ιδίως με σημείο αναφοράς την Ευρωπαϊκή Ενωση, την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική εξάρτηση του κράτους, την υποχώρηση σε ορισμένες περιπτώσεις των δικαιωμάτων και, βέβαια, τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος, τα προβλήματα τα οποία ανέκυπταν και τα ανεκπλήρωτα πάθη που προκαλούσαν. Συγκράτησα, για την επιστημονική κουβέντα, τη βασική θέση του συγγραφέα ότι δεν πρέπει να αποδίδουμε μονοσήμαντη αξία στη γραμματική και την ιστορική ερμηνεία, που συνεκδοχικά αποτελούν τη μητέρα των ερμηνειών, αλλά κυρίως στη συστηματική και την τελολογική ερμηνεία. Αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί στη λογική τού ότι θα πρέπει να έχουμε προσαρμοσμένες λύσεις στα συνταγματικά προβλήματα. Νομίζω ότι είναι πραγματικά κρίσιμο να έχουμε μια ερμηνεία του Συντάγματος η οποία δεν θα είναι προϊόν πολιτικής ορθότητας, ούτε όμως και πολιτικής ανάγκης. Θα είναι μια ερμηνεία που χωρίς δογματισμούς θα στηρίζεται πάνω σε αρχές. Και κρατώ προσωπικά σήμερα ως φυλακτό την τελευταία θέση του συγγραφέα για την ελεύθερη εντολή, ότι δεν είναι μια πολιτική εντολή-πλαίσιο, όπως αρχικώς διδασκόταν, αλλά επέκεινα της λαϊκής κυριαρχίας. Κατά τούτο, θα πρέπει οι βουλευτές να αναζητούν το γενικότερο μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας μέσω μιας γνήσιας διαβουλευτικής δημοκρατίας, η οποία θα στηρίζεται σε έναν ορθολογικό προσδιορισμό του γενικού συμφέροντος.

Δύο βασικά χαρακτηριστικά εντοπίζω στα κείμενα του Μανιτάκη. Πρώτον, οι παρεμβάσεις του, αν και πολιτικά αδέσμευτες, είναι επιστημονικά στρατευμένες στο δημοκρατικό πολίτευμα. Η πρόταση αυτή συνθέτει την ψυχή της σπουδαίας σχολή συνταγματικής σκέψης  της Θεσσαλονίκης, την οποία ο ίδιος καλλιέργησε με τον δάσκαλό του Αριστόβουλο Μάνεση. Πρόκειται για μια στερεώς δομημένη θεωρητική κατεύθυνση που στηρίζεται πάνω από όλα στις βασικές αναγωγές του πολιτεύματος, τη διάκριση των λειτουργιών, τον κοινοβουλευτισμό, το δημοκρατικό πολίτευμα, εκεί όπου καταλήγουν όλα τα ερμηνευτικά εργαλεία της νομικής μεθοδολογίας. Δεύτερον, οι χωρίς επιστημονικές εκπτώσεις εναλλαγή σύνθεσης και απλούστευσης εννοιών με σκοπό την τεκμηριωμένη ενημέρωση του κοινού, στοιχεία με τα οποία διαρκώς πειραματίζεται ο συγγραφέας. Αναλύοντας με τρόπο εύληπτο για τον αναγνώστη εξαιρετικά σύνθετες έννοιες, όπως πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός και καισαρισμός, αλλά ταυτόχρονα και συναιρώντας πολλαπλά φαινόμενα σε αφαιρετικούς ορισμούς, όπως η «δίδυμη καταδολίευση» του Συντάγματος αναφορικά με τη διενέργεια εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών το 1990.

Διαβάζοντας τα δύο ανθολόγια αισθάνθηκα μια μικρή ζήλια αναλογιζόμενος το πώς γινόταν ο δημόσιος διάλογος, ιδίως στην αρχή της Μεταπολίτευσης, τόσο σε επίπεδο ποιότητας συνταγματικού λόγου όσο και σε επίπεδο θεματολογίας. Αν και αισθάνομαι ευγνώμων για το γεγονός ότι σήμερα έχουμε μια εδραιωμένη δημοκρατία και μπορούμε να κάνουμε πολυτελείς συζητήσεις σχετικά με το Σύνταγμα και την ανθεκτικότητά του, ομολογώ ότι οι μεγάλες συζητήσεις για τα θεμελιώδη της δημοκρατίας έλαβαν χώρα πρωτίστως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, κατά την περίοδο της φορτισμένης συνταγματικής διαπάλης. Ηταν αλήθεια μεγάλη η πρόκληση και η τιμή να πορεύεσαι με την ιστορία της δημιουργίας της δημοκρατίας στην πατρίδα μας. Αναγνωρίζοντας μάλιστα με υπερηφάνεια, όπως έγραψε ο Μανιτάκης, ότι η Δημοκρατία γέννησε στην Ελλάδα το κράτος και όχι το κράτος τη Δημοκρατία.


Το άρθρο του Υπουργού Επικρατείας δημοσιεύθηκε στην εφ. Τα Νέα