Κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το δημογραφικό, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει όλη η Ευρώπη, ζητά ο Μανώλης Κεφαλογιάννης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με σχετική ερώτηση που κατέθεσε.

«Η δημογραφική γήρανση είναι μία μακροχρόνια τάση που άρχισε πριν από αρκετές δεκαετίες στην Ευρώπη», αναφέρει, υπογραμμίζοντας ότι το γεγονός αυτό, «στο εγγύς μέλλον, θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για το Κράτος Πρόνοιας και για τα ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά συστήματα»

Όπως σημειώνει στην ερώτησή του, «σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ο παγκόσμιος πληθυσμός έφθασε στα μέσα Νοεμβρίου τα 8 δισεκατομμύρια μόλις 11 χρόνια μετά το ορόσημο των 7 δισεκατομμυρίων». Την ίδια ώρα, «η ΕΕ εμφάνισε το 2020 την πρώτη μείωση του πληθυσμού της μετά το 2011». Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο πληθυσμός της ΕΕ αυξανόταν σταθερά χάρη κυρίως στην εισροή νέων πληθυσμών από τρίτες χώρες, ωστόσο, το 2020, οι κάτοικοι της ΕΕ μειώθηκαν κατά 300.000.

Επιπλέον, «το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό», όπως χαρακτηρίζεται στην ερώτηση, «συνίσταται στο γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός πληθυσμός γερνάει ολοένα και περισσότερο», καθώς «το ποσοστό των άνω των 89 ετών έχει σχεδόν διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια και από το 3,4%, το 2001 έχει φθάσει στο 5,9%».

Υπογραμμίζεται ότι «το ποσοστό του πληθυσμού 65 ετών και άνω αυξάνεται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, η ΕΕ μέχρι το 2060 θα διαθέτει ένα μικρότερο εργατικό δυναμικό (215 εκατομμύρια έναντι 245 εκατομμυρίων το 2015)», Κάτι που «θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση τόσο για τα ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά συστήματα όσο για το ίδιο το Κράτος Πρόνοιας καθώς η αναλογία ανενεργού/ενεργού πληθυσμού -δηλαδή ο βαθμός εξάρτησης των συνταξιούχων και λοιπών μη εργαζομένων από τους εργαζόμενους- ήταν περίπου 1,05 και προβλέπεται, με τις σημερινές τάσεις, να αυξηθεί το 2060 στο 1,36 (136 μη εργαζόμενοι και συνταξιούχοι εξαρτημένοι από 100 εργαζόμενους)». Μάλιστα, «οι χώρες της ΕΕ που συνδυάζουν υπογεννητικότητα, υψηλό προσδόκιμο ζωής και χαμηλή απασχόληση θα έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα».

Επιπλέον, «οι γυναίκες γίνονται πλέον μητέρες σε μεγαλύτερη ηλικία, καθώς, ενώ το 2013 η μέση ηλικία κατά την οποία μία γυναίκα γεννούσε το πρώτο της παιδί ήταν 28,8 έτη, σήμερα έχει αυξηθεί στα 29,4 έτη». Στο ίδιο πλαίσιο, «το ποσοστό των γυναικών, οι οποίες γίνονται μητέρες σε ηλικία άνω των 40 ετών έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2001 έως το 2019 (από 2,4% σε 5,4%)».

Για τους παραπάνω λόγους, ο κ. Κεφαλογιάννης, ρωτά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εάν «είναι στα σχέδιά της μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την προσπάθεια αντιμετώπισης της αυξανόμενης γήρανσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού, που έχει αρνητικές επιπτώσεις στα ασφαλιστικά ταμεία και στο κράτος πρόνοιας και την προσπάθεια επίλυσης του δημογραφικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση».