Πιστή στην πολιτική λιτότητας παραμένει η κυβέρνηση η οποία υπόσχεται νέα αχρείαστα υπερπλεονάσματα (υψηλότερα του 3,5% του ΑΕΠ που έχει συμφωνήσει με τους δανειστές) μέχρι το 2020 που σωρευτικά φθάνουν τα 5,5 δις ευρώ.

Του Κώστα Τσαχάκη
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας (Stability Program) που εστάλη από το υπουργείο Οικονομικών στις Βρυξέλλες προς αξιολόγηση στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου περιέχονται οι δεσμεύσεις για πρωτογενές πλεόνασμα 4,1% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος, 3,9% του ΑΕΠ για το 2020, 4,1% το 2021 και εκτίναξη στο 4,6% του ΑΕΠ το 2022.
Από τα μεγέθη αυτά προκύπτει υπερπλεόνασμα (για πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο κάνει λόγο το υπουργείο Οικονομικών) της τάξης του 2,7% ή 5,5 δις ευρώ περίπου. Αν τώρα προσθέσουμε και τα 12 δις ευρώ από τα υπερπλεονάσμτα της περιόδου 2016 – 2018 τότε η αχρείαστη λιτότητα υπολογίζεται σε 17,5 δις ευρώ. Και όλα αυτά για να δικαιολογηθεί ο έξτρα δημοσιονομικός χώρος για να μπορέσει η κυβέρνηση να εξαγγείλει προεκλογικές παροχές λίγο πάνω από το 1 δις ευρώ για το τρέχον έτος. Αλλά και μέτρα για τα επόμενα χρόνια που πιθανότατα δεν θα βρίσκεται στην εξουσία.
Επιπλέον στο Πρόγραμμα Σταθερότητας το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ανάπτυξη 2,3% για το 2019 και το 2020 , 2,1% το 2021 και 2% το 2022.
Πάντως το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο στη γνωμοδότησή του για το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019-2022, σημειώνει πως οι προβλέψεις για ανάπτυξη 2,3% εφέτος (έναντι εκτίμησης 2,5% στον προϋπολογισμό του 2019) και την προσεχή χρονιά ευθυγραμμίζονται με το ανώτατο όριο προβλέψεών του και «θεωρούνται αισιόδοξες, αλλά επιτεύξιμες υπό ορισμένες συνθήκες», ενώ η μετρίαση της ανάκαμψης μετά το 2020 «θεωρείται πιο εύλογη».
Επίσης το Δημοσιονομικό Συμβούλιο θεωρεί εύλογη την καθοδική αναθεώρηση του ρυθμού αύξησης των επενδύσεων για το 2019 στο 3,9%, σε σύγκριση με τους στόχους του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (12,1%), καθώς αποτελεί πιο ρεαλιστικό σενάριο και είναι πιθανότερο να επιτευχθεί» Στη γνωμοδότηση του προσθέτει πως «η αύξηση των επενδύσεων κατά 12,9% το 2020 θεωρείται αισιόδοξη και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε παράγοντες όπως η αύξηση του τραπεζικού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις. Ο περιορισμός των κρατικών δαπανών για δημόσιες επενδύσεις είναι επίσης ένας παράγοντας που θα επηρεάσει αρνητικά τις επενδύσεις. Η μέτρια αύξησή τους κατά την περίοδο 2021-2022 (προβλέπεται αύξηση 8% το 2021 και 7,9% το 2022) θεωρείται εφικτή».
Τέλος το Δημοσιονομικό Συμβούλιο διαβλέπει πέντε κινδύνους που ενδέχεται αν επηρεάσουν δυσμενώς τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας:
– Πιθανή επιβράδυνση στις ευρωπαϊκές οικονομίες, η οποία θα επηρεάσει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και θα μειώσει την αύξηση των τουριστικών εισπράξεων.
-Η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων και του προστατευτισμού.
-Πιθανή αυξημένη χρηματοπιστωτική αστάθεια στην Ευρώπη εξαιτίας αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία.
– Το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
– Μακροπρόθεσμα δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και οι μεταναστευτικές ροές των Ελλήνων προς το εξωτερικό μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην εξέλιξη του εργατικού δυναμικού και της ανεργίας .