Σε νέα αύξηση των επιτοκίων της κατά μισή μονάδα προχώρησε σήμερα (2/2) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πρόκειται για την πέμπτη κατά σειρά αύξηση από τον Ιούλιο του 2022 οπότε και ξεκίνησε ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων. Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ προανήγγειλε μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων κατά μισή μονάδα τον Μάρτιο και διαβεβαίωσε ότι θα διατηρήσει την πορεία προς μία σημαντική αύξηση των επιτοκίων, αυξάνοντας τα όμως κάθε φορά με σταθερό ρυθμό, προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη μείωση του πληθωρισμού στο 2%.

Επιπροσθέτως, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε σήμερα τις λεπτομέρειες για τη μείωση των τίτλων του που έχει αποκτήσει πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP). Όπως ανακοινώθηκε τον Δεκέμβριο, το χαρτοφυλάκιο APP θα μειώνεται κατά 15 δισ. ευρώ το μήνα κατά μέσο όρο από τις αρχές Μαρτίου έως τα τέλη Ιουνίου 2023 και ο μετέπειτα ρυθμός μείωσης του χαρτοφυλακίου θα καθοριστεί με την πάροδο του χρόνου. Οι μερικές επανεπενδύσεις θα πραγματοποιηθούν σε γενικές γραμμές σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου να επανεπενδύει το σύνολο των ομολόγων που λήγουν είτε αυτά βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο ΑΡΡ είτε σε αυτό της πανδημίας ΡΕΡΡ.

Στη συνέχεια για μεν το χαρτοφυλάκιο APP θα μειώνεται με τον ρυθμό, που προαναφέρθηκε καθώς το Ευρωσύστημα δεν θα επανεπενδύσει όλες τις πληρωμές κεφαλαίου από τίτλους που λήγουν. Η μείωση θα ανέλθει στα 15 δισ.ευρώ το μήνα κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος Ιουνίου 2023 και ο μετέπειτα ρυθμός της θα καθοριστεί με την πάροδο του χρόνου.

Όσον αφορά το PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις τα ποσά από τα ομόλογα που λήγουν στο πλαίσιο του προγράμματος μέχρι τουλάχιστον το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική μετατροπή του χαρτοφυλακίου PEPP θα γίνει για να αποφευχθεί η παρέμβαση στην κατάλληλη νομισματική πολιτική. Βέβαια το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στην επανεπένδυση των εξαγορών που θα προκύψουν στο χαρτοφυλάκιο PEPP, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.

Οι σημερινές αποφάσεις όπως εξήγησε η επικεφαλής της ΕΚΤ ελήφθησαν αφού συνυπολογίστηκαν οι προοπτικές του πληθωρισμού σε συνάρτηση με τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο μέτωπο της ανάπτυξης. Όσον αφορά στον πληθωρισμό, η ΕΚΤ εκτιμά ότι παρά τη μείωση του που καταγράφηκε τους τρεις προηγούμενους μήνες, οι πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές κυρίως εξαιτίας του υψηλού ενεργειακού κόστους. Εντούτοις η ΕΚΤ εκτιμά ότι οι κίνδυνος για μία αναζωπύρωση του πληθωρισμού είναι πλέον μετριασμένος κυρίως σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, εξαιτίας της πρόσφατης αποκλιμάκωσης των τιμών ενέργειας. Ο πληθωρισμός εκτός ενέργειας και τροφίμων παρέμεινε στο 5,2% τον Ιανουάριο, με τον πληθωρισμό για τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά να αυξάνεται στο 6,9% και τον πληθωρισμό των υπηρεσιών να υποχωρεί στο 4,2%.

Τα μέτρα που έχουν λάβει οι Εθνικές Κυβερνήσεις για την στήριξη των νοικοκυριών προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις υψηλές τιμές ενέργειας θα περιορίσουν τον πληθωρισμό το 2023, σύμφωνα με την ΕΚΤ αλλά αναμένεται να αυξήσουν τον πληθωρισμό μόλις λήξουν. Επιπροσθέτως η άρση των περιορισμών που σχετίζονταν με την πανδημία σε συνδυασμό με την σταδιακή αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες αναμένεται να προκαλέσει αυξητικές πιέσεις στις τιμές στον τομέα των υπηρεσιών.

Όσον αφορά την εξέλιξη των μισθών η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι αυξάνονται ταχύτερα καθώς και η δυναμική της αγοράς εργασίας ευνοεί την εξέλιξη αυτή.

Στο μέτωπο της ανάπτυξης η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι οι κίνδυνοι έχουν μετριαστεί. Βέβαια όπως ανέφερε η Κρ. Λαγκάρντ, ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και του λαού της συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για την οικονομία και θα μπορούσε και πάλι να αυξήσει το κόστος της ενέργειας και των τροφίμων. Θα μπορούσε επίσης να υπάρξει πρόσθετη επιβράδυνση στην ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ, εάν η παγκόσμια οικονομία αποδυναμωθεί πιο έντονα από ό,τι αναμένεται. Επιπλέον, η ανάκαμψη θα αντιμετώπιζε εμπόδια εάν υπάρξει ένα νέο κύμα πανδημίας προκαλώντας εκ νέου προβλήματα στον εφοδιασμό. Ωστόσο, το ενεργειακό σοκ θα μπορούσε να εξαφανιστεί ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν και οι εταιρείες της ζώνης του ευρώ θα μπορούσαν να προσαρμοστούν γρηγορότερα στο απαιτητικό διεθνές περιβάλλον. Αυτό θα υποστηρίξει υψηλότερη ανάπτυξη από αυτή που αναμένεται σήμερα.

Όσον αφορά τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι μετά την άνοδο των επιτοκίων και την συνακόλουθη αύξηση του κόστους του χρήματος, ο δανεισμός των επιχειρήσεων από τις τράπεζες έχει μειωθεί δραστικά τους τελευταίους μήνες. Παράλληλα και ο δανεισμός των νοικοκυριών συνέχισε επίσης να περιορίζεται αντανακλώντας τα αυξανόμενα επιτόκια δανεισμού, τα αυστηρότερα πιστωτικά κριτήρια και την απότομη πτώση της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια.

Μετά την νέα αύξηση το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις Τράπεζες διαμορφώνεται στο 2,5% και το βασικό επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης φθάνει πλέον στο 3%, τα οποία είναι και τα υψηλότερα από το Νοέμβριο του 2008.