Σε μια περίπου εβδομάδα ξεκινάει η κούρσα που θα ολοκληρώσει τον κύκλο που άνοιξε η ιστορική ανατροπή της 26ης Μαΐου, και θα ανοίξει έναν άλλο που στο επίκεντρό του θα βρεθεί η πολιτική αλλαγή. Ωστόσο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κύκλου υπάρχει ένα υπό διαμόρφωση πολιτικό σκηνικό εντός του οποίου θα διεξαχθεί η προεκλογική περίοδος.

του Χάρη Παυλίδη
Ένα πολιτικό σκηνικό που όπως όλα δείχνουν μετά την «εξαφάνιση» των μικρών κομμάτων πέριξ της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη συρρίκνωση άλλων, προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την προσέλκυση των ψηφοφόρων τους.
Προφανώς η Νέα Δημοκρατία έχοντας πετύχει το μεγαλύτερο ποσοστό από τις εκλογές του 2012, έχει το πλεονέκτημα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ που εμφανώς δείχνει να μη μπορεί να συνέλθει από το εκλογικό σοκ που προκάλεσε το αποτέλεσμα. Συν τοις άλλοις ο ΣΥΡΙΖΑ εισέρχεται στη κούρσα με εσωκομματικές τριβές, απολύτως αναμενόμενες λόγω του κλίματος υπεροχής που καλλιεργούσε το Μαξίμου στα στελέχη και στη βάση του κόμματος, με τεχνικές εκλογίκευσης της διαφαινόμενης διαφοράς. Για τη Νέα Δημοκρατία η κατάσταση είναι σαφώς διαφορετική, αφού πλέον δεν την σπρώχνει ο «αέρας» των δημοσκοπήσεων, αλλά το αποτέλεσμα που έβγαλε η κάλπη. Επιπλέον απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα δεν είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που κατά τον πρωθυπουργό δεν θα τον κέρδιζε τον «ούτε μια στο εκατομμύριο», αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης που κέρδισε τον «ανίκητο» με διαφορά σχεδόν 10 μονάδων.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι με την πλάτη στο τοίχο, η πόλωση είναι μονόδρομος. Όπως μονόδρομος είναι η ένταση προκειμένου να αυξήσει τη συσπείρωσή του, καταφέροντας να κινητοποιήσει όσους επέλεξαν να διαμαρτυρηθούν δια της αποχής. Κι ενώ με τα σημερινά δεδομένα το εγχείρημα παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες, ένας νέος «πονοκέφαλος» προστίθεται σε όλα τα προβλήματα που γέννησε η αλαζονεία του Μαξίμου. Ο Γιάνης Βαρουφάκης με το ποσοστό που πήρε στις ευρωεκλογές δημιουργεί νέα δεδομένα στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η άθροιση των ποσοστών της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του Παναγιώτη Λαφαζάνη, αν και δεν βγάζει μεγάλο αριθμό, σε κάθε περίπτωση είναι ψήφοι που δεν πάνε στο ΣΥΡΙΖΑ. Συμπερασματικά η δεξαμενή αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ έχει στερέψει.
Την ίδια στιγμή η Νέα Δημοκρατία με την άνεση που δίνει η μεγάλη διαφορά, έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει ψηφοφόρους των κομμάτων που η τύχη τους κρίθηκε αμετάκλητα στις ευρωεκλογές. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ψηφοφόροι του Ποταμιού, στην πλειονότητα τους κεντρογενείς, που φαίνεται ότι επιλέγουν στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη εκείνον που θα τελειώσει την πολιτική ανορθογραφία της τελευταίας τετραετίας. Επιπροσθέτως στο Μοσχάτο έχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι ψηφοφόροι των κομμάτων της δεξιάς και της κεντροδεξιάς δεν θα δώσουν δεύτερη ευκαιρία σε κόμματα μιας χρήσης. Η θεωρία της «χαμένης ψήφου» θα σβήσει από τον πολιτικό χάρτη όσα από αυτά τα κόμματα ξαναδοκιμάσουν, ή τα «σπρώξει» το Μαξίμου να ξαναδοκιμάσουν.
Εν κατακλείδι, η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στη μεγάλη δεξαμενή της κεντροδεξιάς, αλλά και η αποδοχή που έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης μεταξύ των ψηφοφόρων που τοποθετούνται στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, ακυρώνει το «κεντρώο» άνοιγμα του Αλέξη Τσίπρα και τον σπρώχνει αργά και βασανιστικά εκεί που ήταν πριν από την οικονομική κρίση του 2010. Αν αυτό γίνει αντιληπτό από την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, αν δηλαδή καταλάβει το «δώρο» που τους κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να ανακαταλάβουν το χώρο που τους υφάρπαξε ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε μετά από τις εκλογές του Ιουλίου η κεντροαριστερά θα μπορεί να ελπίζει σε κάτι καλύτερο από μονοψήφιο ποσοστό.
Πέραν πάσης αμφιβολίας η Νέα Δημοκρατία καθίσταται ο πρωταγωνιστής του κύκλου που κλείνει και του κύκλου που ανοίγει. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κυρίαρχος των πολιτικών εξελίξεων, αφού εκτός της θριαμβευτικής επαναφοράς μιας πληγωμένης παράταξης στο ρόλο που αρμόζει στην ιστορία της, πιστώνεται τη συρρίκνωση της ακροδεξιάς και την ήττα του λαϊκισμού. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ξεκινάει η κούρσα, με τη Νέα Δημοκρατία να κρατάει το ρυθμό και να αυξάνει ταχύτητα, και το ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθεί καταβάλλοντας προσπάθεια να τερματίσει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες στη δεύτερη θέση.