Συμπληρώνονται δύο χρόνια από τον εκλογικό θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας, δύο χρόνια με Πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά στο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς δεν μπορούν να συνηθίσουν να ζουν σ’ αυτή την πραγματικότητα. Δεν μπορούν να «χωνέψουν» ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης τους πήρε «τη μπουκιά απ’ το στόμα», ενώ συγχρόνως δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι ο Αλέξης Τσίπρας το «ισχυρό χαρτί» της «πρώτης φοράς Αριστερά» κινδυνεύει να «καεί» στην αντιπολίτευση. Και φοβούνται, φοβούνται πολύ, ότι ο αρχηγός τους θα βρεθεί στη στάση που είχε υποδείξει για τους αντιπάλους του ο «μπούλης» Πάνος Καμμένος, ενώ ο Μητσοτάκης θα τρέχει με 2+4.

του Χάρη Παυλίδη

Γιατί, όμως, κινδυνεύει να «καεί» το «ισχυρό χαρτί» του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση, όταν στη χρυσή εποχή του εθνολαϊκισμού το ίδιο «ισχυρό χαρτί» από την ίδια θέση πετούσε κυριολεκτικά προς την εξουσία για να σκίσει τα μνημόνια; Προφανώς γιατί δεν υπάρχουν μνημόνια και συνακόλουθα οι συνθήκες που ανέδειξαν τα πολιτικά χαρακτηριστικά του Αλέξη Τσίπρα. Επομένως η πρόβλεψη ότι η χαρισματική πολιτική φιγούρα της «πρώτης φοράς Αριστερά» είχε ημερομηνία λήξης φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Αυτό δείχνουν οι δημοσκοπήσεις και αυτό φαίνεται από τον πολιτικό λόγο που αρθρώνει ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ο «αντιμνημονιακός» Αλέξης Τσίπρας του 2012-2015 και ο πρωθυπουργός Τσίπρας της περιόδου 2015-2019 δεν έχει εκλυτικό αίτιο, δεν έχει «madam» Μέρκελ και κυρίως δεν έχει αφήγημα ώστε να στηρίξει τη δημαγωγική ρητορική του. Προσπάθησε και συνεχίζει να αναζητά υποκατάστατα στην πανδημία, αλλά σκοντάφτει αφενώς στο συγκροτημένο κυβερνητικό σχέδιο τόσο σε υγειονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, αφετέρου σε μια νέα πολιτική αντίληψη που έφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης την οποία δεν μπορεί να κατανοήσει και εκ των πραγμάτων τον θέτει στο περιθώριο. Το γεγονός δηλαδή ότι ο Πρωθυπουργός έχει ως σημείο αναφοράς το μέλλον ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσδιορίζεται από το παρελθόν, είναι τελικά αυτό που θα κρίνει την προοδευτική ή τη συντηρητική κατεύθυνση της χώρας. Όχι στη βάση της συγκινησιακής φόρτισης των εννοιών Αριστερά- Δεξιά, αλλά βάσει των αποτελεσμάτων.

Σ’ αυτή τη νέα και εν εξελίξει πραγματικότητα που δρομολογήθηκε στις 7 Ιουλίου του 2019 με τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει να κάνει πολλά πράγματα, παρά μόνο αυτό που έκανε ως πρωθυπουργός: Διακοπές! Ενδεχομένως και παρατεταμένες, μια και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δείχνει διατεθειμένος να δώσει την ευκαιρία στον Αλέξη Τσίπρα να επιλύσει τα εσωκομματικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ δια των εκλογών. Αντιθέτως ο Πρωθυπουργός σε πείσμα των τακτικισμών, ενδιαφέρεται να τρέξουν οι μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν τη λειτουργία του κράτους και συγχρόνως την ποιότητα στην καθημερινότητα των πολιτών. Ο στρατηγικός του στόχος είναι η θεσμική ανασυγκρότηση του κράτους, η πράσινη ανάπτυξη και η νέα επιχειρηματικότητα, η μείωση των φόρων και οι περισσότερες ευκαιρίες για τους νέους για απασχόληση με καλές αμοιβές.

Συνεπώς δύο χρόνια μετά, στη μέση της κυβερνητικής θητείας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχοντας ξεπεράσει χωρίς σημαντική φθορά αλλεπάλληλες κρίσεις έχει την άνεση να βλέπει δύο χρόνια μπροστά. Γεγονός που τις επιτρέπει να έχει περισσότερες επιλογές από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στο ίδιο χρονικό σημείο. Να, ένας ακόμη λόγος που «καίγεται» ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος πέραν κάποιων ασκήσεων επαναστατικής γυμναστικής στερείται εναλλακτικής πρότασης ικανής να ανακόψει την πορεία της κυβέρνησης. Τα ίδια συνθήματα, τα ίδια στερεότυπα, σ’ ένα εκλογικό κοινό που ούτως ή άλλως θα τον άκουγε και χωρίς να μιλάει για εκλογές. Άλλωστε αυτό του έχει απομείνει για να ελπίζει ότι θα συσπειρώσει την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Και όσο θα βαπτίζει τον ευσεβή του πόθο σε πολιτική πρόταση, τόσο θα αποκαλύπτεται η αδυναμία του να πείσει ότι η Αριστερά έχει να προτείνει κάτι καινούριο σ’ ένα καινούριο πολιτικό, κοινωνικό, και οικονομικό περιβάλλον.

Γιατί αυτό που δεν βλέπουν στο ΣΥΡΙΖΑ και δεν προβληματίζει τον Αλέξη Τσίπρα, είναι η μεγάλη ανατροπή πίσω από τον εκλογικό θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Στο ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν τη νίκη και παραβλέπουν το ουσιώδες που στην προκειμένη περίπτωση είναι η πολιτική αλλαγή όχι ως σύνθημα, αλλά ως μια πραγματικότητα που έρχεται να επικαιροποιήσει με βάσει τα νέα δεδομένα τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του φιλελευθερισμού. Αυτή η σημαντική παράβλεψη εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ είναι που καθιστά τον Κυριάκο Μητσοτάκη αδιαφιλονίκητο ηγέτη όχι μόνο της παράταξης αλλά και της συνολικής προσπάθειας για να αλλάξει η Ελλάδα.