Ταφόπλακα στον λαϊκισμό του Τσίπρα και τα δήθεν διλήμματά του βάζει ο πρωθυπουργός προτάσσοντας έργο, μεταρρυθμίσεις και την ελπίδα για την επόμενη μέρα.

Την ώρα που στον ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν στο δίπολο αριστερά – δεξιά προσπαθώντας μάταια να περιορίσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε συγκεκριμένο πολιτικό ακροατήριο, ο πρωθυπουργός έχει «εισβάλλει» με επιτυχία στον ζωτικό χώρο του κέντρου στερώντας από τον Αλέξη Τσίπρα περιθώρια ελιγμών.

Όπως γράφει ο Άγγελος Κωβαίος στο Βήμα της Κυριακής, η πρόσφατη αντιπαράθεση στο μέτωπο της παιδείας, με αφορμή το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ, αλλά και η προετοιμασία της επόμενης σύγκρουσης, με αφορμή τις αλλαγές στα εργασιακά, στο Ασφαλιστικό και στον συνδικαλιστικό νόμο, ερμηνεύονται από πολιτικά στελέχη ως ενδεικτικά των προθέσεων του Πρωθυπουργού. Ο ίδιος άλλωστε είχε μιλήσει σε ανύποπτο χρόνο πέρυσι τον Σεπτέμβριο για τα «τύμπανα του πολέμου», τα οποία αναμένει να ηχήσουν με αφορμή τις αλλαγές στα προαναφερθέντα πεδία.

Κατά τις εκτιμήσεις πολλών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δίχως σφιχτή πρόσδεση στα πατροπαράδστα δόγματα της ΝΔ, επιδιώκει τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού πεδίου ιδεολογικής σύγκρουσης. Πέρα από την ακύρωση του διλήμματος «Δεξιά – Αριστερά», ο Πρωθυπουργός ήδη επιχειρεί να ορίσει διαφορετικά τις έννοιες του προοδευτισμού και της συντήρησης, ουσιαστικά ανατρέποντας τα στερεοτυπικά ιδεολογικά τους φορτία των τελευταίων δεκαετιών. Οπως γίνεται αντιληπτό σχεδόν σε κάθε αντιπαράθεσή του με τον Αλέξη Τσίπρα. ο κ. Μητσοτάκης εξωθεί τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε ακραίες θέσεις, επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί και την εσωκομματική αναστάτωση στον ΣΥΡΙΖΑ και ακυρώνοντας κάθε απόπειρά του να απευθυνθεί, έστω και προσχηματικά, στο πολιτικό ακροατήριο του κεντρώου χώρου.

Υπό αυτό το πρίσμα, η ρητορική του κ. Τσίπρα και η προσπάθειά του να παρουσιάσει τον Πρωθυπουργό ως «ακραίο» ή «ακροδεξιό» πολιτικό αποδεικνύεται ότι στερείται περιεχομένου και απευθύνεται σε ένα πολύ περιορισμένο ακροατήριο. Πολιτικά στελέχη και αναλυτές σημειώνουν ότι η αμήχανη προσπάθεια του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει ένα αντιδεξιό μέτωπο είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, αφενός πασίδηλη, αφετέρου καταδικασμένη. Αντίστοιχες απόπειρες του παρελθόντος πέτυχαν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι στο μέτωπο αυτό συμμετείχαν οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις και οι ψηφοφόροι τους. Σήμερα, δε, πολιτικές παρεμβάσεις όπως η πρόσφατη του Νίκου Ξυδάκη με τον χαρακτηρισμό «κωλοδεξιοί» και την προσπάθεια διασύνδεσης της σημερινής ΝΔ με την ΕΡΕ διαπιστώνεται ότι έχουν μάλλον περιορισμένη απήχηση, αν όχι αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Υπό αυτές τις συνθήκες και υπό τις αναγκαίες προϋποθέσεις του ελέγχου της εξάπλωσης της πανδημίας και της προόδου των εμβολιασμών, κυβερνητικές πηγές περιγράφουν το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης με διαφορετικούς όρους από εκείνους που «βλέπει» η αντιπολίτευση. Ωστόσο, αυτοί οι ίδιοι όροι πολιτικής «νεωτερικότητας» συνιστούν μια μείζονα πρόκληση για την κυβέρνηση και τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη. Στον δρόμο προς τις εκλογές, γνώμονας της πολιτικής αξιολόγησης θα είναι η αποτελεσματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις και ο εκσυγχρονισμός σε πολλά πεδία. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει θέσει ψηλά τον πήχη και με βάση αυτό θα κριθεί η διακυβέρνησή του, όπως γίνεται παραδεκτό και από στενούς συνεργάτες του.