Ηταν, λοιπόν, αυτό το τέλος του Κυπριακού; Το ερώτημα απασχολούσε πολλούς χθες βράδυ, αρχής γενομένης από όσους Ελληνοκύπριους ενδιαφέρονται ή ενδιαφέρθηκαν την υστάτη και οι οποίοι, μαζί με το υπέρ της λύσης μισό – όπως διαφάνηκε-των Τουρκοκυπρίων είδαν την αυλαία της εποχής του «τελευταίου τουρκοκύπριου ηγέτη», όπως πολλοί τον χαρακτήριζαν, Μουσταφά Ακιντζί να πέφτει οριστικά. Αλλά και τον εκλεκτό της Αγκυρας, ηγέτη της Δεξιάς Ερσίν Τατάρ να κερδίζει τις εκλογές για την ανάδειξη του νέου ηγέτη των Τ/Κ με μικρή διαφορά.

Ηδη από τα πρώτα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρο πως οι εκλογές θα εξελίσσονταν σε θρίλερ αφού με κάθε νέα ανανέωση της καταμέτρησης η πρωτιά άλλαζε χέρια με πότε τον Τατάρ και πότε τον Ακιντζί να κινούνται γύρω στο 50,5%. Λίγο αργότερα και μέχρι την καταμέτρηση των 525 από τις 738 κάλπες, ο Τατάρ κατάφερε να διατηρήσει σταθερά αυτό το προβάδισμα για λογαριασμό του. Στις 565 καταμετρημένες κάλπες η ψαλίδα άνοιξε και ο Τατάρ ανέβηκε στο 51,49% με τον Ακιντζί να πέφτει στο 48,5% για πρώτη φορά και αργότερα, στις 618 κάλπες, στο 47,88%. Το τελικό αποτέλεσμα: 51,74% (67.385 ψήφοι) για τον Τατάρ και 48,26% (62.858 ψήφοι) για τον Ακιντζί. Με τη συμμετοχή ελαφρώς αυξημένη, στο 61% από το 58% του α’ γύρου.

Ηταν λοιπόν αυτό το τέλος του Κυπριακού; Κανείς δεν μπορεί να το πει με ευκολία αλλά και πάλι το ερώτημα είναι πλέον άλλο: ποιου Κυπριακού; Διότι το σίγουρο είναι πως η ατζέντα του Κυπριακού αλλάζει πια οριστικά. Ο Τατάρ και οι δυνάμεις που τον στηρίζουν πιστεύουν και διακηρύττουν πως η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία (ΔΔΟ) έχει τελειώσει ως λύση και αποδέχονται μόνο λύση δύο κρατών ή κάτι ανάλογο, δηλαδή τη διχοτόμηση. Αυτό δηλώνει, όχι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ακόμα αλλά μέσω τοποθετήσεων κορυφαίων αξιωματούχων της και η Αγκυρα. Και δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πως η Τουρκία, έχοντας επί της ουσίας λάβει το πράσινο φως με την εκλογή ενός ηγέτη των Τ/Κ ο οποίος απορρίπτει ξεκάθαρα τη συμφωνημένη βάση της λύσης του Κυπριακού, θα θελήσει να πάει σε συνομιλίες με αντικείμενο μια λύση ΔΔΟ.

Το διακύβευμα για την μεν ελληνοκυπριακή πλευρά είναι το εάν θα δεχθεί να μπει σε μια τέτοια συζήτηση – στο προσκήνιο ή το παρασκήνιο και στο τελευταίο κατά την Αγκυρα η κυβέρνηση Αναστασιάδη το έχει ήδη πράξει – ή εάν θα επανέλθει στις εποχές του Ανένδοτου, τα χρόνια μετά την εισβολή, όταν η ελληνοκυπριακή πλευρά κατηγορούσε με ευκολία τον αδιάλλακτο Ραούφ Ντενκτάς, κρύβοντας πίσω από τη στάση του τα δικά της «όχι» σε προτεινόμενα σχέδια λύσης και δημιουργώντας μια… ζηλευτή βιβλιοθήκη με διεθνή ψηφίσματα τα οποία όμως δεν βοήθησαν σε κάτι τους Ελληνοκυπρίους, τους πολίτες τουλάχιστον διότι στις επί των ψηφισμάτων μεγαλοστομίες κτίστηκαν καριέρες γενεών πολιτικών.

Σήμερα δε, τα πράγματα άλλαξαν διεθνώς, τα ψηφίσματα δεν αξίζουν απολύτως τίποτα πια. ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει και το προηγούμενο του Κοσσυφοπεδίου, αν και πολύ διαφορετικό, όπως και η περίπτωση της Ταϊβάν που είναι ένα πιο πιθανό σενάριο, ανησυχούν ιδιαίτερα πολλούς στη Λευκωσία. Είναι όμως αργά, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς πόσο θα είχε βοηθήσει τον Ακιντζί η όποια ελπίδα για συνομιλίες και για λύση ερχόταν από την κυπριακή κυβέρνηση η οποία δεν έδειξε να ασχολείται καν με τις εκλογές, πλήττοντας έτσι την όποια, σχετική με αυτό το θέμα, προοπτική για τον ηγέτη των Τ/Κ.

Για τους Τουρκοκύπριους τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: ο Τατάρ είναι σαφές ότι δεν θα έχει, όπως δεν είχε ούτε και ως λεγόμενος Πρωθυπουργός τη διάθεση να συγκρουστεί με την Αγκυρα στην οποία οφείλει την παντοδυναμία του αυτή τη στιγμή. Αλλωστε, η όλη φιλοσοφία της παράταξής του -την οποία, σημειωτέον, ίδρυσε ο Ραούφ Ντενκτάς ο άνθρωπος ο οποίος κληθείς να σχολιάσει τη φυγή των Τ/Κ στη Βρετανία και αλλού λόγω των δύσκολων συνθηκών στα χρόνια του είχε πει το αλησμόνητο «Τούρκος φεύγει, Τούρκος έρχεται» εννοώντας τους εποίκους- είναι η απόλυτη και η άνευ συζήτησης σύμπλευση με την Τουρκία.

Και εδώ όμως, υπάρχει ή καλύτερα, εδώ ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα: από τη μία η πληθυσμιακή ισορροπία Τ/Κ – εποίκων είναι πια οριακή και μέχρι τις επόμενες εκλογές μάλλον ανατρέπεται και από την άλλη, η Τουρκία επειδή ακριβώς γνωρίζει ότι δύσκολα μπορεί να πετύχει και ακόμα δυσκολότερα να διατηρήσει οικονομικά σε βάθος χρόνου ένα σενάριο Ταϊβάν, είναι πολύ πιθανό να επιδιώξει σε κάποιο στάδιο, ενδεχομένως και συντομότερα από ότι φαντάζεται κανείς, την προσάρτηση των κατεχομένων.

Συνεπώς, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι μάλλον πως αυτό που τελείωσε χθες είναι το κεφάλαιο το οποίο άνοιξε το 1977 με τη συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς για λύση ΔΔΟ.

Το Κυπριακό δεν έκλεισε χθες αλλά θα κλείσει αναγκαστικά, με επιλογές και διλήμματα τα οποία θα κάνουν ακόμη και τα λιγότερο ευνοϊκά των σχεδίων για ΔΔΟ, να μοιάζουν με όνειρο πια. Και την ε/κ κοινότητα να αναπολεί τα χρόνια εκείνα που θα επιστρέφονταν η Αμμόχωστος, η Μόρφου και άλλες περιοχές με το Σχέδιο Ανάν -και όχι μόνο- το οποίο απέρριψε η ε/κ κοινότητα το 2004.

Οι χθεσινές εκλογές ήταν μάλλον το 2004 των Τουρκοκυπρίων οι οποίοι τότε είχαν αποδεχθεί τη λύση. Ένα τελευταίο ερώτημα είναι εάν μετά από τη χθεσινή εξέλιξη, βέβαια, όλα αυτά έχουν κάποια σημασία πια.

Του Κώστα Κωνσταντίνου από Τα Νέα