Με μία ανάρτηση που προκαλεί ευχάριστη έκπληξη, ο μεγάλος Γιώργος Κιμούλης βάζει τα πράγματα στη θέση τους όσον αφορά στην αλλαγή διεύθυνσης στο ΚΘΒΕ, στηρίζοντας την υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη και αφήνοντας αιχμές κατά του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Γιώργος Κιμούλης απορρίπτει τις αντιδράσεις περί δήθεν «επιστροφής στην κανονικότητα», με αφορμή την απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού να αλλάξει το Διοικητικό Συμβούλιο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), η θητεία του οποίου έληγε τον Δεκέμβριο, αλλά και τη διεύθυνση του θεάτρου που προκάλεσε σειρά αντιδράσεων.

Οι συχνά ενορχηστρωμένες αντιδράσεις περί «κανονικότητας» ξέχασαν φαίνεται κάπου στο δρόμο ότι παρόμοια αλλαγή είχε συμβεί και στο Εθνικό Θέατρο με τον Σωτήρη Χατζάκη από τον τότε υπουργό Νίκο Ξυδάκη και στο ΤΑΠ από την Λυδία Κονιόρδου.

Από την πλευρά του ο Γιώργος Κιμούλης, τόσο με την τοποθέτησή του, όσο και με απαντήσεις σε σχόλια σε αυτήν, ξεκαθαρίζει το τοπίο και εκπλήσσεται με τις αντιδράσεις.

Μάλιστα, σε μια απάντησή του σημειώνει  «… πως δε συμφωνώ ούτε με τον νόμο και την (από τον ΣΥΡΙΖΑ) τροπολογία του, ούτε και με τη συνολική πρακτική. Μία πρακτική όμως που δεν εμφανίστηκε ξαφνικά, λόγω της πρόσφατης “κανονικότητας”. Η ίδια πρακτική υπήρχε και επί αριστερής διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Και γεννάται λοιπόν το ερώτημα, τι έκανε η “υγειονομική ζώνη της αριστεράς” επί υπουργίας Ξυδάκη όταν η ίδια αυτή πρακτική ήταν τρεις φορές χειρότερη για τους καλλιτεχνικούς διευθυντές Χατζάκη Και Βούρο;».

https://www.facebook.com/photo.php?fbid=4211664475537816&set=a.101283996575905&type=3&theater

 Αναλυτικά η ανάρτηση του Γιώργου Κιμούλη 

1. Η τοποθέτηση καλλιτεχνικών διευθυντών από την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου το 1930 έως τώρα στα κρατικά θέατρα α) είναι πολιτική ΑΠΟΦΑΣΗ της εκάστοτε κυβέρνησης και του/της εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού, β) είναι ΑΝΑΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ, μιας και ο νέος ιδρυτικός νόμος 2273/1994 είναι σαφής ως προς αυτό. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού διορίζεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής κάθε Θεάτρου (Εθνικό Θέατρο και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος) και μπορεί να ανακαλείται πριν τη λήξη της θητείας του. Άρα κάθε ανάκληση, όπως και κάθε τοποθέτηση όμως (γιατί αλήθεια το ξεχνάμε αυτό;), γίνεται ΚΑΙ για κομματικούς λόγους. Αυτός λοιπόν ο “τρόπος λειτουργίας” – με τον οποίον βεβαίως και δεν συμφωνώ – είναι η πάγια τακτική κάθε κυβέρνησης. Από το 1961, που ιδρύθηκε το ΚΘΒΕ γινόταν κάτι διαφορετικό; Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές (χρονολογικά – και είναι εμφανές – πέραν οποιασδήποτε αξιολογικής κρίσης) Σωκράτης Καραντινός, Γεώργιος Κιτσόπουλος, Μίνως Βολανάκης, Σπύρος Ευαγγελάτος, Νίκος Μπακόλας, Νίκος Χουρμουζιάδης, Δημήτρης Μαρωνίτης, Νίκος Μπακόλας, Βασίλης Παπαβασιλείου, Κώστας Τσιάνος, Διαγόρας Χρονόπουλος, Βίκτωρ Αρδίττης, Νικήτας Τσακίρογλου, Σωτήρης Χατζάκης, Γιάννης Βούρος, Γιάννης Αναστασάκης τοποθετούνταν στη θέση αυτή άνευ έγκρισης ή απόφασης της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας; Προς τι λοιπόν η έκπληξη;!

2. Κατ’ επέκταση κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής, κατά τη γνώμη μου, οφείλει δεοντολογικά, σε περίπτωση αλλαγής της κυβέρνησης να υποβάλλει την παραίτησή του είτε του τη ζητήσει, είτε δεν του τη ζητήσει ο νέος πολιτικός του προϊστάμενος, μιας και η τοποθέτησή του ήταν απόφαση του προηγούμενου υπουργού πολιτισμού. Και είναι στη διακριτική ευχέρεια του/της υπουργού να την κάνει δεκτή ή όχι. Αντ’ αυτού στο ΚΘΒΕ (βάσει του Τύπου τουλάχιστον – το κατά πόσον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα δεν το γνωρίζω, η μη υποβολή της παραίτησης όμως και η μη διάψευση αυτού του άρθρου, έχω την εντύπωση πως λειτουργεί προς επίρρωση του, https://www.thepresident.gr/…/kthve-ayxiseis-27-se-eklekto…/): “η καλλιτεχνική διεύθυνση δήλωνε μετά τις εκλογές «εμείς δεν παραιτούμαστε», κραδαίνοντας με κάθε ευκαιρία το ΦΕΚ του διορισμού της στους διαδρόμους του θεάτρου”[sic]. Η διάθεση σύγκρουσης ήταν εμφανής. Είχε δηλωθεί εδώ και καιρό η κατά κάποιον τρόπο απείθεια προς τους “κρατούντες κανόνες”. Προς τι λοιπόν οι καταγγελίες περί αγενούς συμπεριφοράς του Υπουργείου Πολιτισμού; Έχουμε ξεχάσει τις συμπεριφορές του Υπουργείου Πολιτισμού προς τους κ.κ. Χατζάκη και Βούρο επί ΣΥΡΙΖΑ; Δημόσιες λοιδορίες, συκοφαντίες, διακωμώδηση κ.ο.κ. Χωρίς να υπερασπίζομαι κανέναν εκ των δύο, αναφέρομαι αποκλειστικά και μόνον ως προς τη… συμπεριφορά. Εκείνες οι συμπεριφορές είχαν ποιότητα και ευγένεια κι αυτή τώρα δεν έχει; Προς τι αυτή η επιλεκτική μνήμη;

3. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πίστευε πως ο ιδρυτικός νόμος των κρατικών θεάτρων έπρεπε να αλλάξει, ας τον είχε αλλάξει ή ας είχε καταθέσει ανάλογες τροπολογίες. Αντ’ αυτού όμως τον Σεπτέμβριο του 2016, όχι μόνον δεν τον άλλαξε, αλλά – κατά τη γνώμη μου πάλι – κατέθεσε τροπολογία, που τον έκανε χειρότερο. Μέχρι τότε ο καλλιτεχνικός διευθυντής μπορούσε να ανακληθεί από τον/την υπουργό Πολιτισμού ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ που “ο ετήσιος απολογισμός του έργου του καλλιτεχνικού διευθυντή απορριφθεί από το ΔΣ του ΠΛΗΡΩΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ με πλειοψηφία 2/3 επι του συνόλου των μελών του”. Στις 06/09/2016, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, η παρ. 13 του άρθρου 3 του ν. 2273/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού ο διορισμός του καλλιτεχνικού διευθυντή μπορεί να ανακαλείται ΑΖΗΜΙΩΣ και πριν τη λήξη της θητείας του, σε περίπτωση που ο ετήσιος απολογισμός του έργου του καλλιτεχνικού διευθυντή απορριφθεί από το διοικητικό συμβούλιο σε ειδική συνεδρίαση, πλήρως αιτιολογημένα, με πλειοψηφία δύο τρίτων (2/3) επί του συνόλου των μελών του ή ΓΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΛΟΓΟ, που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων του. Όχι μόνον λοιπόν δεν άλλαξαν τον νόμο – επί ΣΥΡΙΖΑ! – αλλά προσέθεσαν τη φράση: “αζημίως” και τη φράση: “για σπουδαίο λόγο.” Η αόριστη – όχι μόνον κατά τη γνώμη μου – νομική έννοια: για “σπουδαίο λόγο”, που προσετέθη – επαναλαμβάνω επί ΣΥΡΙΖΑ! – δίνει το δικαίωμα στην νυν υπουργό Πολιτισμού να ανακαλέσει απολύτως σύννομα τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ και μάλιστα…αζημιως. Προς τι λοιπόν τα δάκρυα και οι φωνές διαμαρτυρίας; Δάκρυα και φωνές μετάνοιας θα έπρεπε να ήσαν. Προς τι η ξαφνική επίκληση περί…συνέχειας του θεσμού; Ο θεσμός ούτως ή άλλως θα συνεχιστεί, όπως συνεχιζόταν τόσα χρόνια.

4. Τέλος τα περί καλλιτεχνικής επιτυχίας ή αποτυχίας (πάντα με υποκειμενικά κριτήρια) και τα περί οικονομικής επιτυχίας ή αποτυχίας της απελθούσας διεύθυνσης του θεάτρου, όπως και η τιμολογιακή πολιτική της (η οποία σημειωτέον δεν πρέπει να κρίνεται μόνον απ’ το σύνολο των θεατών, αλλά και απ’ το σύνολο των εισπράξεων, μιας και πρόκειται για διαχείριση δημοσίου χρήματος), αλλά και οι κατά καιρούς συγκρούσεις της με τους εργαζόμενους και οι διάφορες καταγγελίες αυτών, καθώς και το σε ποιους πραγματικά – και όχι επικοινωνιακά – οφείλεται η εξυγίανση, ο εξορθολογισμός των δαπανών του θεάτρου και ο μηδενισμός των χρεών του, είναι θέματα που δεν αφορούν την ανάκληση της προηγούμενης διεύθυνσης και τον διορισμό της νέας.

5. Το να προτιμούν κάποιοι τον έναν καλλιτεχνικό διευθυντή και κάποιοι άλλοι τον άλλον (για όποιον λόγο κι αν το κάνουν) , μπορώ να το καταλάβω. Δικαίωμά τους. Σεβαστό και αναφαίρετο δικαίωμα τους. Αλλά το να ρίχνουμε τα πάντα στο καλάθι των καταγγελιών για τη νέα…κανονικότητα, ξεχνώντας τη σχεδόν εξηντακονταετή “κανονική” λειτουργία των κρατικών θεάτρων, το θεωρώ ακραία υπερβολικό. Η “νέα κανονικότητα” έχει άλλα δεκάδες θέματα άξια κριτικής.