Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Covid-19 είναι ένας παγκόσμιος ιός. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) την χαρακτήρισε ως πανδημία και σύμφωνα με τις τελευταίες αναλύσεις του , έχει επίσης προειδοποιήσει ότι η εξάπλωση στον κόσμο επιταχύνεται. Μέχρι στιγμής, η μόλυνση είναι περίεργα συγκεντρωμένη στο βόρειο ημισφαίριο,κινείται από την Κίνα στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της Ευρώπης, η οποία σήμερα αντιπροσωπεύει την περιοχή που πλήττεται περισσότερο.

του Στράτου Γεραγώτη*
Μια μέρα ίσως θα καταλάβουμε γιατί σε αυτή την ευρεία κυκλική ζώνη ορισμένες χώρες έχουν μολυνθεί λιγότερο από άλλες: για παράδειγμα τη Ρωσία και την Τουρκία σε σύγκριση με τις χωρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή το Ιράκ με πολύ λίγες περιπτώσεις σε σύγκριση με το γειτονικό Ιράν που πλήττεται με αυξανόμενους αριθμούς νεκρών και μολυσμένων.

Οι ανησυχίες του σήμερα και του αύριο

Με λίγα λόγια, ένας ακατανόητος ιός, ο οποίος σε κάθε περίπτωση έχει ως στόχο να επηρεάσει όλους. Σήμερα, στην πραγματικότητα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εξετάζει με τεράστιες ανησυχίες τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου και ιδιαίτερα την Αφρική, την Ινδία – η οποία μόλις ανακοίνωσε lockdown με 1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους – και την Λατινική Αμερική, όπου προς στιγμή τα περιστατικά μετάδοσης εξακολουθούν να μειώνονται, αλλά δεν θα διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, παντού, εξετάζουμε τα μέτρα που έλαβε η Κίνα γύρω από το κύριο ξέσπασμα του Γουχάν ή της Ιταλίας.
Συνεπώς, όλες οι χώρες υιοθετούν μέτρα προοδευτικής αυστηρότητας, κλεισίματος του εναέριου χώρου, μεταφορών, περιοχών και πόλεων στις οποίες σημειώνονται οι πρώτες περιπτώσεις, με την ελπίδα να αποφευχθεί η κατάρρευση των αντίστοιχων συστημάτων υγείας τους, γενικά πολύ λιγότερο αποτελεσματικές από τις κινεζικές ή τις ευρωπαϊκές. Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά τα μέτρα λαμβάνονται σε εθνική βάση, εξετάζοντας τα παραδείγματα άλλων χωρών, αλλά χωρίς μια πραγματική διεθνή κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα, πέρα ​​από τις μάλλον γενικές ενδείξεις του ΠΟΥ, κανένας άλλος παγκόσμιος θεσμός δεν είναι σε θέση να προσφέρει μια ενιαία κατεύθυνση για την αντιμετώπιση της μετάδοσης με ενιαίες ρυθμίσεις και αυτό προϋποθέτει να χαθεί ο οποιοδήποτε έλεγχος της εξάπλωσης αυτής της σοβαρής πανδημίας. Επιπλέον, πέρα ​​από τις βλαβερές συνέπειες της μόλυνσης στους παγκόσμιους πληθυσμούς, η πραγματική πρόκληση που αντιμετωπίζουμε αφορά το μέλλον μας σε δυο βασικούς τομείς : την οικονομία και την δημοκρατία με ακόμη πιο προβληματικές συνέπειες.

Μια οικονομία “πολέμου”

Όσον αφορά την οικονομία, ακούγεται από πολλές πλευρές ότι μετά την έκτακτη ανάγκη για την υγεία, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι παγκόσμιες συνέπειες του οικονομικού χάους. Δεν είναι τόσο η δραματική πτώση και η αστάθεια των χρηματιστηρίων του κόσμου που ανησυχούν, αλλά οι συνέπειες στην πραγματική οικονομία που επηρεάζουν ήδη επιχειρήσεις όλων των μεγεθών, τις εμπορικές δραστηριότητες και γενικότερα τους προϋπολογισμούς των κρατών. Το μεγάλο χρέος που θα αναγκαστούν να φέρουν οι πιο πληγείσες χώρες, όπως η Ιταλία, θα αποδυναμώσει μόνο την ικανότητα ανάκαμψης και ανοικοδόμησης μιας οικονομίας που φαίνεται σήμερα ως μια «οικονομία πολέμου», πολύ χειρότερη από την κρίση του 2008 και του δημόσιου χρέους το 2010.
Ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, Angel Gurría, ορίζει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη του 1,5% είναι αισιόδοξη και αντιθέτως αντιλαμβάνεται τις αρνητικές συνέπειες που θα διαρκέσουν χρόνια, από μια ύφεση που θα επηρεάσει όλες τις μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες. Οι οικονομικές προοπτικές της Ευρώπης είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικές για την Ευρώπη, όπου το Μόναχο αναμένει μια πτώση άνω του 20% . Είναι επομένως προφανές ότι θα χρειαστεί μια συλλογική προσπάθεια, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, για να υπάρξει οποιαδήποτε ελπίδα για ταχεία οικονομική ανάκαμψη: για την Ευρώπη αναφέρθηκε ακόμη ένα νέο σχέδιο Marshall. Αλλά το ζητούμενο είναι από πού θα προέλθει αυτή η πολιτική βούληση ; Και πάνω απ ‘όλα, πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την αυξανόμενη και παρατεταμένη ανεργία;

Προστασία της δημοκρατίας

Όλα αυτά τα ερωτήματα οδηγούν στο άλλο πρόβλημα, που σχετίζεται με το μέλλον της δημοκρατίας στον κόσμο. Η δημοκρατία που πριν από την έξαρση της πανδημίας είχε δώσει πολλές ενδείξεις παγκόσμιας αποδυνάμωσης. Από το 1989 (το έτος πτώσης του Τείχους του Βερολίνου) έως το 2005, οι χώρες που δεν ήταν ελεύθερες είχαν μειωθεί από 37% σε 23%, ενώ οι νέες δημοκρατίες είχαν σημειώσει άνοδο από 36% σε 46%. Την επόμενη περίοδο, από το 2005 έως το 2018, η τάση ήταν ακριβώς αντίθετη: οι ελεύθερες χώρες μειώθηκαν κατά 44%, ενώ οι εξουσιαστικές και δικτατορικές χώρες αυξήθηκαν κατά 26%. Στην ομάδα των 20 (G20), για παράδειγμα, οι απολυταρχικες χώρες που αντιτίθενται στην πολυμέρεια και στους κανόνες του διεθνούς εμπορίου και των οικονομικών σήμερα αντιπροσωπεύουν μια ισχυρή μειονότητα, το οικονομικό βάρος όμως της οποίας ανέρχεται σε 66,8% και δημογραφικά στο 79%. Με άλλα λόγια, αν και αριθμητικά λιγότερες , στην πραγματικότητα συνθέτουν τη συντριπτική πλειοψηφία.
Η ανάπτυξη του αυταρχισμού ωφειλεται σε διάφορους λόγους. Αλλά ο σημαντικότερος είναι: η μεγάλη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που από το 2008 και μετά επηρέασε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, ​​ακόμη και την Αφρική και τη Λατινική Αμερική.
Σήμερα, κατά την εποχή του κορωναϊού και για να αντιμετωπιστεί η πανδημία, λήφθηκαν εξαιρετικά περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τις προσωπικές ελευθερίες, από την κίνηση των πολιτών μέχρι την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Κάποιοι ηγέτες σε όλο τον κόσμο ενδέχεται να μπουν στον πειρασμό να εκμεταλλευτούν αυτή την ευκαιρία για να ενισχύσουν ακόμα περισσότερους ελέγχους στην κοινωνία, όπως συμβαίνει ήδη στην Τουρκία, τη Ρωσία ή τη Βραζιλία. Αλλά ακόμη και εντός της ΕΕ θα μπορούσαν να υπάρξουν πειρασμοί αυτού του είδους: στην Ουγγαρία, για παράδειγμα, ο Πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν προσπαθεί να περάσει έναν νόμο που θα του έδινε αποκλειστικά την εξουσία επείγοντος διατάγματος όχι μόνο στην υγεία , αλλά και την υλική ασφάλεια των πολιτών και της οικονομίας, την αναστολή ορισμένων νόμων και την παρέκκλιση από τους δημοκρατικούς κανόνες που εξακολουθούν να υφίστανται σήμερα στη χώρα.
Εν ολίγοις, θα βρεθούμε αύριο στην καταπολέμηση ενός ιού που δεν αποτελεί μόνο ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, αλλά μια σημαντική οικονομική πρόκληση και επιβίωση των δημοκρατικών μας αξιών. Θα πρέπει όλοι να κινητοποιηθούμε , όπως συνέβη και τις τελευταίες εβδομάδες όσον αφορά την υγεία, ώστε το μέλλον του κόσμου να μην είναι χειρότερο απ’οτι σήμερα .

* O Στράτος Γεραγώτης είναι τ. Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου και Πολιτικής στο Παν/μιο της Pavia της Ιταλίας