Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη να κάνει περισσότερα για να αποτρέψει έναν χρηματοπιστωτικό κατακερματισμό στην Ευρωζώνη, δήλωσε σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη, το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ίζαμπελ Σνάμπελ, μετά τη σημαντική αύξηση στη διαφορά των αποδόσεων μεταξύ των ιταλικών και των γερμανικών ομολόγων.

«(Η ΕΚΤ) είναι έτοιμη να προσαρμόσει όλα τα μέσα της όπως πρέπει… για να αποφύγει έναν κατακερματισμό που μπορεί να εμποδίσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής μας», τόνισε η Σνάμπελ στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους Ευρωπαίους ηγέτες που θα συναντηθούν στις 23 Απριλίου σε Σύνοδο Κορυφής.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προετοιμάζεται για μία «μεγάλη συρρίκνωση» της οικονομίας της Ευρωζώνης και μία, τουλάχιστον στην αρχή, μείωση του πληθωρισμού, δήλωσε από την πλευρά της η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ στη συνεδρίαση της Διεθνούς Νομισματικής και Χρηματοπιστωτικής Επιτροπής (IMFC).

«Στην Ευρωζώνη, τα νεότερα οικονομικά στοιχεία, ιδιαίτερα τα αποτελέσματα τελευταίων ερευνών, έχουν αρχίσει να δείχνουν πρωτοφανείς μειώσεις, που υποδηλώνουν μία μεγάλη συρρίκνωση της παραγωγής στην Ευρωζώνη, καθώς και ταχεία επιδείνωση των αγορών εργασίας», είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ.

Την ίδια ώρα ο Άχιμ Τρούγκερ, μέλος  της Επιτροπής σοφών στη Γερμανία σημειώνει πως «με έναν ακόμα γύρο αυστηρής πολιτικής λιτότητας  η κρίση στην Ευρώπη θα βάθαινε και θα παρατεινόταν. Αυτό με ανησυχεί  πραγματικά. Φανταστείτε το ακόλουθο σενάριο: Υπό την πίεση των βορείων χωρών του ευρώ, απορρίπτεται η έκδοση κοινών ευρωομολόγων. Ταυτόχρονα, οι κανόνες για το χρέος παραμένουν σε ισχύ, πράγμα που σημαίνει ότι μια χώρα πρέπει να μειώσει το συνολικό δημόσιο χρέος της σε λιγότερο από 60% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της. Αυτό θα καταδίκαζε μια χώρα όπως η Ιταλία, της οποίας τα χρέη είναι τώρα πάνω από το 130% της οικονομικής της παραγωγής, να κάνει δραστικές οικονομίες, παρόλο που τα χρέη της είναι στην πραγματικότητα βιώσιμα όταν τα επιτόκια είναι χαμηλά».

Σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της εφημερίδας  “Frankfurter Rundschau” τονίζει πως «μια νέα κρίση θα ήταν τότε λιγότερο έργο των αγορών και μάλλον, όπως και στην κρίση του ευρώ, αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο χειριζόμαστε τους ευρωπαϊκούς κανόνες χρέους».

Ο καθηγητής του πανεπιστημίου Ντούισμπουργκ-Έσεν εξηγεί πως «πίσω από όλες τις σκέψεις για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η παρούσα κρίση βρίσκεται ο φόβος του Νότου της Ευρώπης ότι θα πρέπει να εφαρμόσει πολιτική περικοπών μετά την κρίση, κάτι το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει κανείς οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά».

Ο Τρούγκερ επισήμανε επίσης ότι «κυβερνήσεις όπως της Γερμανίας θα πρέπει τώρα να αποφασίσουν: είτε πιέζονται από την περιφέρεια του ευρώ και ξεκινούν μια ευρωπαϊκή επιθετική επενδυτική πολιτική είτε μένουν σκληροί, οπότε τότε θα πρέπει να σκεφτούν μήπως θα είναι προτιμότερο να εγκαταλείψουν το ευρώ και να επιστρέψουν στο εθνικό νόμισμα με τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε αυτό για τη γερμανική οικονομία».

Αυτά ενώ ο Σόλτς επαναλαμβάνει πως το Βερολίνο είναι κατά του κορωνο-ομόλογου.

Η πανδημία του κορονοϊού θα πρέπει να λειτουργήσει ως έκκληση για αλληλεγγύη μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών, σημειώνει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, προσθέτοντας ότι ελπίζει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα βγει από αυτή ισχυρότερη.

«Η σημερινή πρόκληση είναι μια έκκληση για αλληλεγγύη. Αυτό ισχύει σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά επίσης ισχύει ειδικά για την Ευρώπη», δήλωσε ο Σολτς.

Τα σχόλιά του έγιναν σε συνέντευξή του προς το Reuters, για τα οποία δόθηκε η άδεια να δημοσιευθούν σήμερα και στα οποία ο Σολτς επανέλαβε την απροθυμία της Γερμανίας να δεσμευθεί σε κάποια μορφή συλλογικής έκδοσης χρέους μετά το lockdown από το ευρωπαϊκό μπλοκ ή τους θεσμούς του.

Ερωτηθείς για το πώς η πανδημία θα αλλάξει την ΕΕ, ο Σολτς δήλωσε: «Ελπίζω ότι θα είναι ισχυρότερη, πιο ενωμένη και με περισσότερη αυτοπεποίθηση».

Ο Σολτς δήλωσε επίσης ότι το ερώτημα του πώς να χρηματοδοτηθεί ένα σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης χρειάζεται «κοινές ευρωπαϊκές απαντήσεις».

Ερωτηθείς εάν η Γερμανία θα στηρίξει την πρόταση σύμφωνα με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αντλήσει έως 100 δισεκ. ευρώ κατ΄έτος μέσω της έκδοσης χρέους, ο Σολτς δήλωσε ότι πρώτα χρειάζεται μεγαλύτερη σαφήνεια.

«Όταν γνωρίζουμε πού χρειάζεται στήριξη η ανάκαμψη, τότε μπορούμε επίσης να γνωρίζουμε πόσα χρήματα χρειάζονται σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και μόνο τότε έχει νόημα να μελετήσουμε με ακρίβεια τη δομή των προγραμμάτων», δήλωσε.