Προκειμένου να ξεφύγει από το «σπίτι φέρετρο» στο οποίο μένει στο Χονγκ Κονγκ, ή τα δύο τετραγωνικά μέτρα ζωτικού χώρου, ο Σάιμον Γουόνγκ συνήθως περνά την ημέρα του στο πάρκο παίζοντας mahjong με τους φίλους του, και επιστρέφει σπίτι του μόνο για να κοιμηθεί.

Αλλά από τότε που η υπό κινεζική κυριαρχία μητρόπολη ανακοίνωσε το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού τον περασμένο μήνα, ο Γουόνγκ βρίσκεται κλεισμένος στο σπίτι του στο οποίο για να μπει χρειάζεται να σκαρφαλώσει μια σκάλα και το οποίο έχει χώρο αποκλειστικά για ένα μονό στρώμα.

«Δεν βγαίνω πια έξω, δεν γίνονται πλέον συναντήσεις», δήλωσε ο 64χρονος άνεργος. «Μόλις τελειώσω τα ψώνια μου και αγοράσω τσάι και λαχανικά, έρχομαι σπίτι μου και απλά κλείνομαι μέσα και απλά παρακολουθώ τηλεόραση. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα».

Δύο άνθρωποι έχουν πεθάνει μέχρι στιγμής από τα 80 και πλέον επιβεβαιωμένα κρούσματα του κορωνοϊού στο Χονγκ Κονγκ. Ο Γουόνγκ, με τον οποίο η οικογένειά του έχει πάψει να έχει σχέσεις εδώ και χρόνια, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει μάσκες ή απολυμαντικά χεριών και νιώθει ότι κινδυνεύει, περισσότερο σε σχέση με το 2003 όταν στην πόλη είχε εξαπλωθεί η επιδημία του SARS (Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο).

«Κατά τη διάρκεια του SARS δεν φόρεσα ούτε μία μάσκα, τότε μάλιστα εργαζόμουν», θυμάται ο Γουόνγκ. «Ζούσα σε ένα μέρος σαν αυτό, με ακόμα περισσότερο ανοικτό χώρο, 30 άνθρωποι και κανείς τους δεν φορούσε μάσκα».

Το ασιατικό χρηματοπιστωτικό κέντρο έχει από τα υψηλότερα ποσοστά ανισότητας στον κόσμο, με πάνω από ένα εκατομμύριο από τους σχεδόν 7,4 εκατ. κατοίκους του να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Σύμφωνα με στοιχεία της κυβέρνησης, πάνω από 200.000 άνθρωποι ζουν σε διαμερίσματα που είναι χωρισμένα σε ακόμα μικρότερους χώρους και χαρακτηρίζονται «σπίτια φέρετρα» λόγω των εξαιρετικά μικρών τους διαστάσεων. Ο Γουόνγκ ζει σε ένα τέτοιο κατάλυμα εδώ και δύο δεκαετίες, ενώ εργάζεται περιστασιακά ως σερβιτόρος ή φύλακας.

Η τωρινή του κατοικία είναι ένα από 18 «σπίτια φέρετρα» από καπλαμά σε ένα σκονισμένο διαμέρισμα στην πλέον πυκνοκατοικημένη γειτονιά του Χονγκ Κονγκ, τη Μονγκ Κοκ. Ένα πρόχειρα φτιαγμένο ράφι φιλοξενεί την τηλεόραση και τα τρόφιμά του, ενώ τα ρούχα του και άλλα απαραίτητα αντικείμενα κρέμονται από γάντζους γύρω του.

Το ενοίκιο αντιστοιχεί στα δύο τρίτα των 3.000 δολαρίων Χονγκ Κονγκ (385 δολαρίων) που λαμβάνει ως κοινωνικό επίδομα. Τα υπόλοιπα φθάνουν για δύο γεύματα ημερησίως, συχνά ρύζι και χοιρινό.

Για οτιδήποτε άλλο, αναγκάζεται να αυτοσχεδιάσει, ξαναγεμίζοντας το μπουκάλι απολυμαντικού σε δημόσιες κλινικές ή στο γραφείο μετανάστευσης όπου προσφέρεται δωρεάν, και φορώντας τις ίδιες προστατευτικές μάσκες για αρκετές ημέρες συνεχόμενα. Τα νέα μέτρα ελάφρυνσης για χαμηλοεισοδηματίες και μικρές επιχειρήσεις που αναμένεται να παρουσιάσει η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ στον ετήσιο προϋπολογισμό της αύριο ίσως επιφυλάσσουν κάποια βοήθεια για τον Γουόνγκ.

Ο Λιουνγκ Χον-Κι, καθαριστής σε ξενοδοχείο που ζει σε «σπίτι φέρετρο» εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, εργάζεται λιγότερες ώρες καθώς ο τουριστικός κλάδος έχει σχεδόν στερέψει. Και αυτός μένει περιορισμένος στην κουκέτα του, επιφάνειας 3 τετραγωνικών μέτρων και περνά τον χρόνο του σερφάροντας στο δίκτυο με το κινητό του τηλέφωνο. «Δεν είναι ωραία, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό», δήλωσε.

Μια από τις βασικές ανησυχίες του Γουόνγκ είναι η μικρή απόσταση που τον χωρίζει από τους γείτονές του, κάποιους από τους οποίους γύρισαν πρόσφατα από την ηπειρωτική Κίνα, το επίκεντρο του κοροναϊού. «Εάν μαθαίναμε ότι είναι σοβαρά άρρωστοι, θα τους πετάγαμε έξω», είπε.