Η Ρωσία είναι εκ των χωρών που συνέδραμαν τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών για την αντιμετώπιση του πρωτόγνωρου κύματος πυρκαγιών που ξέσπασε τις τελευταίες μέρες στη χώρα μας. Μάλιστα, μετά από σχετικό αίτημα, η Μόσχα, με απόφαση του προέδρου Πούτιν, θα στείλει άμεσα δύο αεροσκάφη Ilyushin ΙΙ-76 και δύο ελικόπτερα Mi-8. Οφείλω σε αυτό το σημείο να μοιραστώ μία προσωπική μαρτυρία, καθώς το ξέσπασμα της πυρκαγιάς στην Εύβοια με βρήκε στο βορειοανατολικό κομμάτι της. Το περίφημο Beriev Β-200 ανεφοδιαζόταν στα νερά ανάμεσα σε Αγία Αννα και Σκόπελο και το θέαμα προκαλούσε δέος όχι μόνο λόγω του μεγέθους αλλά και της τεχνικής του. Θυμήθηκα το 2007 όταν μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Ηλεία είχαμε σπεύσει να παραγγείλουμε δύο Beriev Β-200, η Ρωσία τα είχε βάλει στη γραμμή παραγωγής και κατόπιν ακυρώσαμε την παραγγελία επειδή κρίθηκαν ακατάλληλα για την ελληνική επικράτεια. Ηταν άλλωστε αυτός εκ των λόγων που ψυχράνθηκαν οι σχέσεις μας μετά το 2008.

Σήμερα, σε ένα διαφορετικό περιβάλλον και ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην καλύτερη ιστορικά περίοδο των σχέσεών της με τις ΗΠΑ και αντίστοιχα η Ρωσία έχει αναπτύξει κώδικες επικοινωνίας, σταθερή συνεργασία και στρατηγική κατανόηση με την Τουρκία, καλούμαστε να βρούμε κοινό τόπο με τη Μόσχα. Η τελευταία, άλλωστε, λόγω της πραγματιστικής θεώρησης της ηγεσίας της, αξιοποιεί κάθε ευκαιρία που της προσφέρεται προκειμένου να αποκτά ερείσματα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η διπλωματία των μασκών και αναπνευστήρων της πρώτης φάσης της πανδημίας της Covid-19 ακολουθήθηκε από τη διπλωματία των εμβολίων κατά τη δεύτερη φάση, με τη Ρωσία, όπως και την Κίνα, να ενισχύουν τη θέση τους, παρέχοντας τη δική τους παραγωγή είτε πρώτες είτε σε αφθονία. Αραγε, είναι ικανή η διπλωματία των πυρκαγιών να διορθώσει τα φάλτσα και τις ψευδαισθήσεις του περασμένου χρονικού διαστήματος στις ελληνορωσικές σχέσεις;

Αυτές, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, χαρακτηρίζονται ουδέτερα θετικές. Είχαν κάποιες διακυμάνσεις, προς το θετικότερο (βλ. ελληνική προεδρία ΕΕ το 2003, 2005-2008 με τα ενεργειακά deals, όπου τελικά δεν υλοποιήθηκαν) και προς το αρνητικότερο (απόσυρση Gazprom από ιδιωτικοποίηση ΔΕΠΑ, απελάσεις στον απόηχο της Συμφωνίας των Πρεσπών), είχαν στιγμές συνειδητοποίησης των ορίων τους (καταδικασμένες σε αποτυχία προσπάθειες εκβιασμού των Ευρωπαίων με αντίβαρο τη Μόσχα, αδυναμία και απροθυμία της Ρωσίας να στηρίξει οικονομικά την Ελλάδα), όμως, παρότι πριν από τρία χρόνια δοκιμάστηκαν σοβαρά, διατηρούνται σε ένα σχετικά λειτουργικό επίπεδο.

Υπάρχει βέβαια εκατέρωθεν καχυποψία, για το μεν Κρεμλίνο γιατί θεωρεί ότι η Αθήνα έχει ταυτιστεί με τις ΗΠΑ και θα δράσει – εφόσον παραστεί ανάγκη – ως ενεργούμενο της Ουάσιγκτον, ενώ προβληματική είναι και η αμερικανική παρουσία στην Αλεξανδρούπολη, όπως και η εμπλοκή της Ελλάδας σε ενεργειακά σχέδια που παρακάμπτουν τη Ρωσία. Από την άλλη, η Μόσχα αντιλαμβάνεται πως η παγιωμένη θέση της Ελλάδας στους ευρατλαντικούς θεσμούς ναι μεν δεν επιτρέπει σκέψεις για ριζική αναθεώρηση του στρατηγικού της προσανατολισμού, αλλά δίνει τη δυνατότητα στην πρώτη να έχει ένα θετικό δίαυλο (στους όχι τόσους πολλούς) μέσα στην ΕΕ, προκειμένου να μην επέλθει ολική ρήξη. Η Αθήνα μπορεί να μην έχει το διπλωματικό εκτόπισμα του Βερολίνου ή του Παρισιού αλλά οπωσδήποτε είναι ένας υπολογίσιμος παίκτης στα ευρωπαϊκά δρώμενα και στο μυαλό των Ρώσων θεωρείται ως ένα οιονεί αντιστάθμισμα στις σφόδρα εχθρικές προς αυτούς χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η απουσία της Ελλάδας από περιοχές ζωτικού συμφέροντος για τη Μόσχα, όπως ο Καύκασος και η Κεντρική Ασία, περιορίζει τα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών και εφόσον διορθωθεί μπορεί να δώσει άλλο αέρα (και) στις σχέσεις μας με τη Ρωσία.

Για την Ελλάδα, η σύμπραξη Μόσχας – Αγκυρας, που αποκτά συν τω χρόνω στρατηγικό χαρακτήρα, είναι ανησυχητική. Βέβαια, υπάρχουν όρια, τα οποία ενδεχομένως να τεσταριστουν, με δεδομένο ότι για την ώρα η Δύση παραμένει σημαντικότερη και για τις δύο χώρες. Επίσης, ο αρραβώνας τους μπορεί να είναι βολικός για σειρά λόγων, όμως, πολύ δύσκολα θα οδηγηθεί σε γάμο, όπως αποδεικνύουν και οι σοβαρές διαφορές τους σε αρκετά (κυρίως περιφερειακά) ζητήματα. Με την προμήθεια τουρκικών drones σε Ουκρανία και Πολωνία, το Κρεμλίνο αντιλαμβάνεται το παιχνίδι της Αγκυρας, εντούτοις, είναι χρήσιμο ένας νατοϊκός εταίρος να έχει τέτοιο βαθμό εξάρτησης από αυτό. Και η υπόθεση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ/Αρτσάχ επιβεβαίωσε τη realpolitik θεώρηση του προέδρου Πούτιν και πως μπορεί να εξελιχθεί μία σχέση εξάρτησης μαζί του (σ.σ.: αντιθέτως βέβαια στήριξε αναφανδόν τον Λουκασένκο).

Οι εξελίξεις ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα ασφαλώς θα επηρεάσουν και τις αντίστοιχες με την Αθήνα, ωστόσο οι τελευταίες πρέπει να αποκτήσουν μία αυτοτέλεια. Το Κρεμλίνο χάρη στην επιθετική αποφασιστικότητά του παγιώνει σταδιακά τις θέσεις του στην ευρύτερη περιοχή. Η σχέση μας πρέπει να είναι ειλικρινής, ρεαλιστική, χωρίς τις αυταπάτες του παρελθόντος και με αντίληψη των διαφορών που μας χωρίζουν. Ομως, είναι εντελώς ξεπερασμένες οι μανιχαϊστικές αντιλήψεις ότι ο φίλος του αντιπάλου μου είναι αντίπαλός μου ή πως σε ένα πολυκεντρικό κόσμο υπάρχουν μονόδρομοι. Στον ορθολογικό, διεκδικητικό πατριωτισμό, αναπτύσσεις – χωρίς φοβικότητα – ρόλους και χρησιμότητες για όλους, τις οποίες εν συνεχεία κεφαλαιοποιείς για να προωθήσεις αποτελεσματικότερα τις θέσεις σου.


Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος το βιβλίο του «Διεκδικητικός Πατριωτισμός. Ανατομία μίας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ». Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφ Τα Νέα