Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα τις θερινές «ενδιάμεσες» οικονομικές της προβλέψεις για το 2022 και 2023 στην ΕΕ και την ευρωζώνη, αναθεωρώντας προς τα πάνω τον πληθωρισμό και προς τα κάτω την ανάπτυξη, σε σχέση με τις προβλέψεις της τον περασμένο Μάιο.

Συγκεκριμένα, για την Ελλάδα η Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ και της ευρωζώνης, με 4% το 2022 (3,5% ήταν η πρόβλεψη το Μάιο) και 2,4% το 2023 (3,1% ήταν η πρόβλεψη το Μάιο).

Σε ό,τι αφορά την ευρωζώνη, η Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη 2,6% το 2022 (2,7% ήταν η πρόβλεψη το Μάιο) και 1,4% το 2023 (2,3% ήταν η πρόβλεψη το Μάιο). Για την ΕΕ η Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη 2,7% το 2022 (σταθερή σε σχέση με την πρόβλεψη του Μαίου) και 1,5% το 2023 (2,3% ήταν η πρόβλεψη το Μάιο).

Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η Ελλάδα προβλέπεται να καταγράψει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού στην ευρωζώνη, μετά την Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, τη Σλοβακία και την Ολλανδία. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προβλέπει ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα φτάσει το 2022 το 8,9%, έναντι 7,6% στην ευρωζώνη και 8,3% στην ΕΕ. Ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει το 2023 στο 3,5% στην Ελλάδα, έναντι 4% στην ευρωζώνη και 4,6% στην ΕΕ.

Σημειώνεται ότι η πρόβλεψη της Επιτροπής για τον πληθωρισμό έχει αναθεωρηθεί σημαντικά προς τα πάνω σε σύγκριση με τις εαρινές προβλέψεις. Τον περασμένο Μάιο, η Επιτροπή προέβλεπε για την ευρωζώνη πληθωρισμό 6,1% το 2022 και 2,7% το 2023, έναντι 6,8% και 3,2% στην ΕΕ αντιστοίχως. Για την Ελλάδα η Επιτροπή προέβλεπε το Μάιο χαμηλότερο πληθωρισμό για το 2022 στο 6,3% και στο 1,9% το 2023.

Συγκεκριμένα στην έκθεσή της για την Ελλάδα η Επιτροπή αναφέρει τα εξής:

Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα διατήρησε τη δυναμική της το πρώτο τρίμηνο του 2022, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3% σε τριμηνιαία βάση. Οι σταθερές καταναλωτικές δαπάνες υποστηρίχθηκαν από τις θετικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας και οι επενδύσεις αυξήθηκαν σημαντικά. Οι καθαρές εξαγωγές συρρικνώθηκαν, λόγω της επιβράδυνσης των κύριων εμπορικών εταίρων της Ελλάδας καθώς και των συνεχιζόμενων διαταραχών της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού.

Η ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο υπερέβη τις προηγούμενες εκτιμήσεις, αλλά η πλήρης επίδραση του υψηλότερου πληθωρισμού και της συνακόλουθης συμπίεσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος αναμένεται να πραγματοποιηθεί αργότερα μέσα στο έτος. Εκτός από τη διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού, η εξασθένιση της δυναμικής στη δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδίως λόγω της ασθενέστερης αύξησης του προϊόντος σε τομείς που επηρεάζονται από το υψηλό κόστος των εισροών, αναμένεται να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στις δαπάνες των νοικοκυριών τα επόμενα τρίμηνα.

Η ανάπτυξη το 2022 προβλέπεται να υποστηριχθεί επίσης από την ώθηση από την ανάπτυξη του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRP). Επιβεβαιώνονται οι αναμενόμενες σταθερές προοπτικές για τον τουρισμό το 2022 και οι προβλέψεις για πλήρη επιστροφή στα προ πανδημίας επίπεδα έως το 2023. Συνολικά, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4,0% το 2022 και να επιβραδυνθεί σε 2,4% το 2023.

Στο μέλλον, η αυξημένη αβεβαιότητα αναμένεται να μειώσει περαιτέρω τη ζήτηση για νέες θέσεις εργασίας και σε συνδυασμό με τον ακόμη υψηλό ρυθμό πληθωρισμού, αναμένεται να αποδυναμώσει την ανάπτυξη το 2023. Επιπλέον οι αποδυναμωμένες προβλέψεις για την ανάπτυξη της οικονομίας, αναμένεται να επιβραδύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, παρά την ώθηση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να επιβραδυνθούν σε σύγκριση με την προηγούμενη πρόβλεψη, δεδομένου του λιγότερο υποστηρικτικού εξωτερικού περιβάλλοντος.

Ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή συνεχίζει να αυξάνεται, κυρίως λόγω της έκρηξης των διεθνών τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Η μετακύλιση στα υπόλοιπα στοιχεία του καλαθιού κατανάλωσης αναμένεται να διατηρήσει τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα για ολόκληρο τον προβλεπόμενο ορίζοντα (2022 και 2023). Ο συνολικός πληθωρισμός προβλέπεται να φτάσει στο 8,9% το 2022 και στο 3,5% το 2023.

Οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις έχουν αυξηθεί. Από την άλλη πλευρά, συνδέονται με τον τουριστικό τομέα υπό το πρίσμα της αβέβαιης καταναλωτικής ισχύος των εισερχόμενων τουριστών και των αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή. Ανοδικά, η δυνητικά πιο θετική δυναμική της αγοράς εργασίας θα μπορούσε να προσφέρει ισχυρότερη από την υποθετική στήριξη στο εισόδημα των νοικοκυριών και, ως εκ τούτου, στην ιδιωτική κατανάλωση στο μέλλον.