Μια παρατήρηση της πορείας της δημοκρατίας στην Τουρκία οδηγεί στη διαπίστωση πως οι σχέσεις της χώρας αυτής με τις Βρυξέλλες δεν βοήθησαν στη μακροημέρευση της δημοκρατίας. Ενώ η προστασία των δημοκρατικών θεσμών, του ανθρωπισμού και των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί τον σκοπό της ύπαρξης της Ενωσης, όταν παρεμβάλλονται ζητήματα στενών εθνικών ή οικονομικών συμφερόντων πολλά κράτη – μέλη, και η ΕΕ ως σύνολο, μάλλον παραμερίζουν τις βασικές συστατικές της προδιαγραφές.

του Ανδρέα Ανδριανόπουλου

Με βάση τις ακριβείς παρατηρήσεις του Soner Cagaptay στο βιβλίο του «Erdogan’s Empire: Turkey and the Politics of the Middle East» (2020), η ευθύνη της EE για την κατρακύλα του Ερντογάν και της Τουρκίας στον πολιτικό αυταρχισμό και τον αναθεωρητισμό προβάλλει πεντακάθαρη. Παρακολουθώντας την πορεία του τούρκου ηγέτη από το ξεκίνημα του κόμματος ΑΚΡ μέχρι τη σημερινή απολυταρχική νεοοθωμανική του κατάληξη, γίνονται φανερές οι ευθύνες των Βρυξελλών για τη μη αποτροπή αυτής της εξέλιξης.

Η προοπτική εκκίνησης συνομιλιών για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ συνέβαλε ώστε ο Ερντογάν, ως πρωθυπουργός ακόμα, να προωθήσει πολιτικές εκσυγχρονιστικές που οδηγούσαν στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Μετά την ένταξη της Αγκυρας στην Τελωνειακό Ενωση το 1996, ο δρόμος φάνηκε να ανοίγει. Εντούτοις, για τουλάχιστον μία δεκαετία δεν υπήρξε πρόοδος. Ενώ η λίστα των υποψήφιων για ένταξη χωρών πλήθυνε δραματικά με τα κράτη της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Οι εξελίξεις επίσης με το ΡΚΚ χειροτέρεψαν την κατάσταση λόγω αύξησης των μέτρων ασφαλείας στη χώρα και των διώξεων υπόπτων.

Στις εκλογές του 2002 ο Ερντογάν είχε τον ρόλο του μετριοπαθούς ηγέτη που στόχευε στην ευρωπαϊκή ένταξη, με το 66% των Τούρκων να την ευνοεί. Την ίδια ώρα η Τελωνειακό Ενωση οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό ο Ερντογάν προώθησε σταδιακά την αποκεμαλοποίηση της Τουρκίας με στήριγμα τις απαιτήσεις της ΕΕ. Οι μουσουλμάνοι απέκτησαν πολιτική παρουσία και φωνή. Τα μουσουλμανικά σχολεία νομιμοποιήθηκαν και οι απόφοιτοί τους μπορούσαν ελεύθερα να συνεχίζουν στα πανεπιστήμια και στις στρατιωτικές σχολές. Το σπουδαιότερο βέβαια ήταν η κατάργηση της συμμετοχής του στρατού στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και γενικότερα η περιθωριοποίηση των ενόπλων δυνάμεων από την άσκηση της όποιας πολιτικής εξουσίας. Με βάση την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, οι αξιωματικοί δεν αντέδρασαν. Κι έτσι ο Ερντογάν εμπέδωσε την κυριαρχία του.

Τότε όμως η Ευρώπη άλλαξε ρότα. Ενώ και η Ελλάδα ακόμη είχε υιοθετήσει θετική στάση για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, εφόσον προωθούσε τη λύση του Κυπριακού, Γερμανία και Γαλλία άλλαξαν θέση. Κι αποφάσισαν πως οι πόρτες είναι κλειστές για την Τουρκία. Η ΕΕ δεν προώθησε ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Ο Ερντογάν, κυρίαρχος πλέον στην Τουρκία, στράφηκε τότε προς τη Μέση Ανατολή και προς το Ισλάμ. Συγκρούστηκε με το Ισραήλ, ενεπλάκη περισσότερο στη Συρία κι απέκτησε ουσιαστικότερο δίαυλο επικοινωνίας με τη Ρωσία. Παράλληλα άλλαξε το Σύνταγμα εισάγοντας αυταρχικότερες διατάξεις, όπως ο ορισμός των δικαστών δίχως έγκριση της Βουλής. Η κλειστή οδός προς την Ευρώπη άνοιξε δρόμους απόλυτης εξουσίας και λογής αυθαιρεσιών για τον τούρκο ηγέτη. Η Ευρώπη δεν μπορούσε να απειλήσει διακόπτοντας κάτι που δεν προσέφερε. Δίχως όμως οι ευρωπαϊκές χώρες, και ιδίως η Γερμανία, να πάψουν να εκμεταλλεύονται οικονομικές και άλλες ευκαιρίες με την Τουρκία, χωρίς προφανώς να ενοχλούνται με την παραβίαση των δημοκρατικών αρχών. Και η στήριξη των τούρκων πολιτών προς την Ευρώπη πλέον συρρικνώθηκε.


το άρθρο δημοσιεύθηκε στα Νέα