Ολοένα και περισσότερο ψευδόμενη σχετικά με τις αποκαλύψεις για παρακολουθήσεις επί της δικής της διακυβέρνησης συλλαμβάνεται η αξιωματική αντιπολίτευση που θέλει να απαξιώσει τη θεσμική διαδικασία της έρευνας στην Εξεταστική.

 

Γράφει ο Κώστας Δημητράκος

 

Χαρακτηριστικά κακοσκηνοθετημένης παράστασης περιοδεύοντος θιάσου αποκτούν μέρα με την ημέρα οι προσπάθειες της αξιωματικής αντιπολίτευσης να απαξιώσει τη θεσμική διαδικασία της έρευνας στην Εξεταστική Επιτροπή εμμένοντας στους επικοινωνιακούς θεατρινισμούς ενώ παράλληλα συλλαμβάνεται ολοένα και περισσότερο ψευδόμενη σχετικά με τις αποκαλύψεις για υποκλοπές επί της δικής της διακυβέρνησης.

Οι χειρισμοί του Χρήστου Σπίρτζη, ο οποίος κατήγγειλε απόπειρα παγίδευσης του κινητού με το Predator, η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ στις αποκαλύψεις του Στέργιου Πιτσιόρλα για την παρακολούθησή του από την ΕΥΠ επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ενώ κατείχε δημόσια κυβερνητική θέση και οι αποκαλύψεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου για άσκηση πίεσης προς την ίδια από τον Αλέξη Τσίπρα όταν ήταν πρωθυπουργός με υλικό τηλεφωνικών υποκλοπών, είναι τα τελευταία επεισόδια.

Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής ο κ. Σπίρτζης μετέβη στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ώστε να καταθέσει μηνυτήρια αναφορά «κατά παντός υπευθύνου για σειρά αδικημάτων, μεταξύ άλλων και για συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων (άρθρο 187 ΠΚ)». Ο νυν τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη του ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε ότι τον Νοέμβριο του 2021 εστάλησαν στο κινητό του δύο μηνύματα τα οποία, όπως αποδείχθηκε τώρα, ήταν παρόμοια με αυτά από τα οποία μολύνθηκε το κινητό του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και έγινε απόπειρα να μολυνθεί το κινητό του Νίκου Ανδρουλάκη.

Ο κ. Σπίρτζης, κατά την έξοδό του από τον Αρειο Πάγο, έκανε μια ιδιαιτέρως μακροσκελή δήλωση στα ΜΜΕ, η οποία διήρκεσε περίπου οκτώ λεπτά. Από αυτά, τα δύο λεπτά ήταν η ενημέρωση για αυτό που συνέβη στο κινητό του τον Νοέμβριο του 2021 και τα υπόλοιπα έξι ήταν προσωπικές αναφορές στον Κυριάκο Μητσοτάκη συνοδευόμενες από δραματοποιημένα ερωτήματα του στιλ «παρακολουθούσες τι έλεγα στον Αλέξη Τσίπρα και στην οικογένειά μου;»

 

«Διαβολική σύμπτωση»

Η κυβέρνηση, διά στόματος του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου, σχολίασε σχετικά: «Κατά διαβολική σύμπτωση την ημέρα που ο πρωθυπουργός μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη για τη ΔΕΘ, ο κ. Σπίρτζης ανακάλυψε και αποφάσισε να καταγγείλει στη Δικαιοσύνη απόπειρα παγίδευσης του κινητού του τηλεφώνου με κακόβουλο λογισμικό. Μάλιστα… […] η κυβέρνηση έχει ήδη κινήσει όλες τις θεσμικές διαδικασίες για τη διερεύνηση των ζητημάτων αυτών σε βάθος χρόνου και έχει ξεκαθαρίσει ότι η ελληνική πολιτεία δεν προμηθεύτηκε και καμιά κρατική αρχή δεν χρησιμοποίησε και δεν χρησιμοποιεί τέτοια λογισμικά. […] Σημαντική διευκρίνιση: η κυβέρνηση επιδιώκει την ουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του λειτουργούν με γνώμονα την επικοινωνία και το φτηνό θέαμα».

Στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που ερευνά την υπόθεση των υποκλοπών αποκαλύφθηκε ότι επί ΣΥΡΙΖΑ είχαν παγιδευτεί από την ΕΥΠ επί διοίκησης Γιάννη Ρουμπάτη και τα κινητά τηλέφωνα του Στέργιου Πιτσιόρλα, πρώην διοικητή του ΤΑΙΠΕΔ και πρώην αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών και Επενδύσεων, καθώς επίσης και του πρώην γενικού γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου (κυβ. ΣΥΡΙΖΑ) και γνωστού νομικού Σπύρου Σαγιά.

Η αρχική αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκανε λόγο για παρακολούθηση που είχε ξεκινήσει από την κυβέρνηση Σαμαρά με αφορμή τις πληροφορίες για δράση εγκληματικής οργάνωσης σχετικά με δύο υποθέσεις αγοραπωλησίας γαιών στη Ζάκυνθο από εταιρεία συμφερόντων του εμίρη του Κατάρ. Ως επιχείρημα για τη συνέχιση της παρακολούθησης και σε κάποιο διάστημα επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, προτάθηκε η πρόθεση να μη δημιουργηθούν υπόνοιες κυβερνητικής παρέμβασης.

Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις και τα σχετικά δημοσιεύματα, η παρακολούθηση εξελίχθηκε τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2016 ενώ οι έρευνες για τις περίεργες εκείνες αγοραπωλησίες είχαν ξεκινήσει και ολοκληρωθεί το 2013-14 καθώς είχε κριθεί ότι δεν προέκυπταν κάποια στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν στη συνέχιση της έρευνας. Παράλληλα, ό,τι και αν βρέθηκε είχε διαβιβαστεί στις δικαστικές αρχές, οι οποίες και θα παρήγγελναν τη συνέχιση της έρευνας και θα χορηγούσαν τη σχετική άδεια στην περίπτωση αιτήματος για άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών. Για τις αγοραπωλησίες (το νησάκι Οξεία, δυτικά του νομού Αιτωλοακαρνανίας, και ακόμα μία στην περιοχή πάνω από την παραλία Ναυαγίου της Ζακύνθου) είχε αμφισβητηθεί η νομιμότητα των τίτλων ιδιοκτησίας του πωλητή.

Μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησης του κινητού του κ. Πιτσιόρλα, ο ΣΥΡΙΖΑ εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποίαν η παρακολούθηση έγινε στην περίοδο 2012-2015 και απλώς συνεχίστηκε απερίσπαστα και στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης από τον ίδιον. Το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι το διάστημα που είχε παρακολουθηθεί ο κ. Πιτσιόρλας, σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία, η έρευνα για τις αγοραπωλησίες είχε ήδη κλείσει και ο κ. Πιτσιόρλας είχε μια κατεξοχήν πολιτική θέση στον κυβερνητικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο ο ίδιος όσο και ο κ. Σαγιάς δεν είχαν κάποια σχέση με τις ερευνηθείσες αγοραπωλησίες.

 

Εμβρόντητος ο Πιτσιόρλας

Ο κ. Πιτσιόρλας, πάντως, σε συνέντευξή του («Τα Νέα», 5/9/22) εξέφρασε την κατάπληξή του για το γεγονός ότι τον παρακολουθούσαν άνθρωποι με τους οποίους είχε πολύχρονη πολιτική και προσωπική σχέση, όπως ο κ. Τσίπρας, στον οποίον, μάλιστα, καταλόγισε και το γεγονός ότι από την ώρα που έγινε γνωστή η παρακολούθησή του δεν έκανε την οποιαδήποτε προσπάθεια επικοινωνίας μαζί του. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στους φακέλους της παρακολούθησης των κ. Πιτσιόρλα και Σαγιά από την ΕΥΠ δεν γινόταν η οποιαδήποτε αναφορά στην εταιρεία των συμφερόντων Κατάρ που είχε πρωταγωνιστήσει στις αγοραπωλησίες (νησίδα Οξεία και στην περιοχή Ναυάγιο της Ζακύνθου).

Ηταν καταφανής η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να υποβαθμίσει την παρακολούθηση Πιτσιόρλα αποδυναμώνοντας τη δυναμική που είχε αποκτήσει ακόμα και εντός της Κουμουνδούρου. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπήρξαν ορισμένα περιφερειακά στελέχη που δεν έχουν κεντρικούς ρόλους παρά μόνο σε επίπεδο συνιστωσών, τα οποία μετέφεραν την ενόχλησή τους κάνοντας, μάλιστα, λόγο για «μεθόδους Στάζι που σπαταλούσε σημαντικές δυνάμεις για να παρακολουθεί τους δικούς της ανθρώπους».

Στο πλαίσιο της αποδυνάμωσης αυτής της υπόθεσης φαίνεται να εντάσσεται και η κίνηση που έκανε το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής ο τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη, Χρήστος Σπίρτζης, καταγγέλλοντας τώρα τη λήψη SMS στο κινητό του τον Νοέμβριο του 2021. Μια κίνηση που όσο και αν το εκβίασε τελικά δεν απέσπασε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.

 

 

Κεραυνοί Ζωής Κωνσταντοπούλου για «παρακράτος μέσα στο κράτος».

Ακόμα ένα «αγκάθι» που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά είναι αυτό που προέκυψε από τη συνέντευξη της Ζωής Κωνσταντοπούλου στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» και η οποία δημοσιεύτηκε το περασμένο Σάββατο. Μεταξύ άλλων, η κυρία Κωνσταντοπούλου αναφέρει ότι ο Αλέξης Τσίπρας, ενώ ήταν πρωθυπουργός και η ίδια πρόεδρος της Βουλής, προσπάθησε να την επηρεάσει στη λήψη των αποφάσεών της χρησιμοποιώντας υλικό υποκλοπών της ΕΥΠ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του «m», οι υποκλοπές εκείνες είχαν γίνει στο πλαίσιο έρευνας για εκτεταμένο δίκτυο διαφθοράς με τη συμμετοχή ανθρώπων της ΕΛΑΣ και ποινικών που εξέτιαν ήδη ποινές. Στη συνέντευξή της η κυρία Κωνσταντοπούλου ανέφερε ότι ο κ. Τσίπρας της πρότεινε να δει απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες με κρατούμενο, σύμφωνα με τον οποίον καταρτιζόταν σχέδιο για τη δολοφονία κάποιου στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ. Η ίδια είχε αρνηθεί να δει τα συγκεκριμένα προϊόντα υποκλοπής και είχε, μάλιστα, αντιδράσει προς τον κ. Τσίπρα λέγοντάς του: «Να προσέχεις ποιοι σου δίνουν και τι σου δίνουν και για ποιον λόγο. Αν ως πρωθυπουργός της χώρας διαβάζεις απομαγνητοφωνήσεις συνομιλιών κρατουμένων είσαι σε πολύ κακό δρόμο». Παράλληλα, η κυρία Κωνσταντοπούλου ανέφερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του είχε εγκαθιδρύσει «ένα παρακράτος μέσα στο κράτος», σχετικά με τις υποκλοπές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι χθες, δεν είχε αντιδράσει σε όσα καταλογίζει η κυρία Κωνσταντοπούλου στον κ. Τσίπρα από τα οποία καταδεικνύεται, τουλάχιστον, η προσωπική – πολιτική – κομματική χρήση των προϊόντων των υποκλοπών που έγιναν για λόγους διερεύνησης εγκληματικών δραστηριοτήτων.