Κυκλοφόρησε το Ιστορικό Λεξικό των Ελληνικών Κοινοβουλευτικών Κομμάτων, μια συνέκδοση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων και του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Ο τόμος παρουσιάζει μέσα από 424 σελίδες, το σύνολο των κομματικών μορφωμάτων της περιόδου 1844-1967 που εκπροσωπήθηκαν στο Κοινοβούλιο. Στόχος της έκδοσης είναι «να αποτυπωθεί η συνέχεια του κομματικού φαινομένου και να αναδειχθούν οι σταδιακές μεταλλάξεις του».

Τα δύο Ιδρύματα που συνεργάστηκαν για το Λεξικό «ευελπιστούν ότι θα αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο αλλά και αφετηρία για μια εις βάθος μελέτη των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, ενώ ταυτόχρονα θα αναδείξει τη σταθερή κοινοβουλευτική δυναμική που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία και την πολιτική κουλτούρα».

Τη συγγραφή των 135 λημμάτων, στα οποία περιλαμβάνονται κόμματα, κοινοβουλευτικές ομάδες αλλά και συνασπισμοί κομμάτων, ανέλαβαν σαράντα οκτώ ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες (πανεπιστημιακοί, ερευνητές, διδάκτορες και υποψήφιοι διδάκτορες), αξιοποιώντας πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Ύστερα από εκτενή εισαγωγή για τα πρώτα κόμματα, Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό, τα λήμματα του Λεξικού, καλύπτουν, με ευσύνοπτο τρόπο, 123 χρόνια κοινοβουλευτικού βίου.

Τον τόμο συνεπιμελήθηκαν οι Κατερίνα Δέδε, Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Λίνα Λούβη, Ηλίας Νικολακόπουλος, Σωτήρης Ριζάς.

Κι όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Η έννοια του πολιτικού κόμματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σταδιακή διαμόρφωση ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος με δημοκρατική προοπτική. Η ευρύτερη αποδοχή και διάδοση φιλελεύθερων ιδεών (έστω και σε πρωτόλεια μορφή) μετασχημάτισαν παραδοσιακές, τοπικού χαρακτήρα, συσσωματώσεις σε πολιτικές φατρίες που διεκδίκησαν τον όρο ”κόμμα”. Το Σύνταγμα του 1844 αποτέλεσε τομή, καθώς εγκαινίασε μια νέα περίοδο λειτουργίας των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, η οποία, όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, δεν υπήρξε ευθύγραμμη, αλλά γνώρισε αναβαθμούς και ταλαντεύσεις».

Στη συνέχεια «η ριζική αναμόρφωση του κομματικού συστήματος μετά το Γουδί (1909), ο πρόσκαιρος παραμερισμός των λεγόμενων “παλαιών κομμάτων”, η επέκταση της ελληνικής επικράτειας σε περιοχές χωρίς προηγούμενη εκλογική εμπειρία και, κυρίως, ο Εθνικός Διχασμός που ακολούθησε, επιβάλλοντας παραταξιακές ταυτίσεις, μετέβαλαν εκ βάθρων τόσο το πολιτικό πλαίσιο όσο και τη θεσμική πρόσληψη των κομμάτων. Η αλλαγή του τρόπου ψηφοφορίας, η υιοθέτηση ενός αναλογικού συστήματος και η τυπωμένη, για πρώτη φορά, έκδοση των αποτελεσμάτων των εκλογών του 1926, η οποία συνεχίστηκε έκτοτε αδιαλείπτως, επιβεβαίωσε τη θεσμική παρουσία των πολιτικών κομμάτων, τα οποία, αν και στην κοινοβουλευτική ορολογία αναφέρονται απλώς ως “πολιτικές μερίδες”, αναγνωρίζονταν επί της ουσίας ως οι βασικοί φορείς για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου και την οργάνωση της πολιτικής ζωής, παρόλο που η συνταγματική αναγνώριση τους θα έρθει πολύ αργότερα με το Σύνταγμα του 1975».