Οι επικεφαλής των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών δέχονται ολοένα και περισσότερες πιέσεις να μην περιοριστούν στην καταδίκη της αστυνομικής βίας μετά τον θάνατο του 46χρονου Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ κατά τη βίαιη προσαγωγή του από τέσσερις λευκούς αστυνομικούς και να περάσουν από τα λόγια στις πράξεις.

“Οι επιχειρήσεις έχουν την ευκαιρία να καταλάβουν το κενό που άφησε η κυβέρνηση”, δήλωσε ο Ρίτσαρντ Έντελμαν της μεγάλης εταιρείας δημοσίων σχέσεων Edelman. “Δεν πρέπει να είναι μόνο ένα επικοινωνιακό ζήτημα. Χρειάζονται πράξεις”.

Οι εκκλήσεις για δράση αυξάνονται ώστε να περιοριστούν οι οικονομικές ανισότητες, μία από τις πηγές της λαϊκής οργής που εκφράζεται μέσω των διαδηλώσεων που έχουν ξεσπάσει στις ΗΠΑ εδώ και μερικές ημέρες. Βασίζονται στην απουσία ατόμων από μειονοτικές εθνοτικές ομάδες στα υψηλά κλιμάκια των εταιρειών, παρά τις χιλιοειπωμένες υποσχέσεις.

Σύμφωνα με έκθεση του Boston Consulting Group το 2019, μόνο τρεις Αφροαμερικανοί και 24 γυναίκες είναι επικεφαλής στις 500 πιο μεγάλες αμερικανικές εταιρείες.

“Κοινοτοπίες”

Επικεφαλής μεγάλων εταιρειών, όπως ο Τιμ Κουκ της Apple και ο Ντέιβιντ Σόλομον της Goldman Sachs ή και ο Λάρι Φινκ της BlackRock, κατήγγειλαν τον ρατσισμό στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου.

Ο Κεν Φρέιζερ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της φαρμακευτικής Merck, θεώρησε αυτές τις αντιδράσεις “κοινοτοπίες”.

Είναι ο μόνος Αφροαμερικανός επικεφαλής σε μία από τις τριάντα επιχειρήσεις του Dow Jones και ζητεί να αναληφθούν πρακτικές πρωτοβουλίες για την επαγγελματική ενσωμάτωση των μειονοτήτων.

“Όταν υπάρχει κοινωνική αναταραχή οι άνθρωποι εκδίδουν ανακοινώσεις, αναφέρουν κοινοτοπίες (…) Πιστεύω ότι ο επιχειρηματικός κόσμος πρέπει να κάνει κάτι περισσότερο από τις ανακοινώσεις”, κατήγγειλε ο Φρέιζερ μιλώντας χθες Δευτέρα στο CNBC.

Ο ίδιος οφείλει την επιτυχία του σε μια πρωτοβουλία που επιτρέπει σε νέους από υποβαθμισμένες περιοχές να εισάγονται στα καλύτερα σχολεία της Φιλαδέλφια. Προτείνει να αυξηθούν αυτού του είδους οι ενέργειες και να αναληφθούν και άλλες ώστε να βελτιωθεί η παιδεία που λαμβάνουν οι Αφροαμερικανοί και οι ισπανόφωνοι και να μπορέσουν να εισέλθουν στον κόσμο των επιχειρήσεων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:

Η ανεργία οδηγεί στην έλλειψη ελπίδας και η έλλειψη ελπίδας οδηγεί σε αυτό που βλέπουμε τώρα στους δρόμους της χώρας μας”, επεσήμανε.

“Δημοκρατία της μάρκας”

Σύμφωνα με το think tank Economic Policy Institute, το μέσο ετήσιο οικογενειακό εισόδημα των λευκών ήταν το 2018 70.642 δολάρια, έναντι 41.692 για τους Αφροαμερικανούς. Τον Φεβρουάριο πριν την κρίση της επιδημίας covid-19, το ποσοστό ανεργίας για τους μαύρους ήταν 5,8%, ενώ για τους λευκούς 3,1%.

Σύμφωνα με τη Μέλοντι Χόμπσον, γενική συνδιευθύντρια της εταιρείας επενδύσεων Ariel Investments, “όταν παρατηρούμε την ιεραρχία των εταιρειών στις ΗΠΑ, από την κορυφή ως τη βάση, κατανοούμε ότι δεν υπάρχουν μαύροι ή ισπανόφωνοι, σαν να μην υπάρχουμε σε αυτή τη χώρα”. “Είναι απαράδεκτο”, υπογράμμισε η Αφροαμερικανίδα επιχειρηματίας.

Κάλεσε τις εταιρείες να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους περί σωστής διοίκησης και συμβούλευσε τους μετόχους να τιμωρήσουν τις εταιρείες που αρνούνται να το πράξουν.

Ειδικοί εκτιμούν ότι μία λύση θα ήταν και η επιβολή ποσοστώσεων στις εταιρείες σε ό,τι αφορά τις προσλήψεις όπως γίνεται στο αμερικανικό φούτμπολ, όπου όταν αποχωρεί ένας προπονητής οι ομάδες είναι υποχρεωμένες να πραγματοποιήσουν συνέντευξη και με έναν υποψήφιο που προέρχεται από κάποια μειονότητα.

“Αν ο αμερικανικός επιχειρηματικός τομέας θέλει να αντιμετωπίσει σοβαρά τον ρατσισμό είναι απαραίτητο να υιοθετήσει τέτοιου είδους κανόνες”, υπογράμμισε ο Χανκ Μπόιντ καθηγητής marketing στο πανεπιστήμιο του Μέριλαντ.

Μερικές άλλες ιδέες, σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Έντελμαν, είναι η πρόσληψη μελών των μειονοτήτων σε θέσεις ευθύνης, οι επενδύσεις σε νεοφυείς εταιρείες Αφροαμερικανών και ισπανόφωνων, όπως και η παρουσία στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων στα διοικητικά συμβούλια μη κυβερνητικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στις γειτονιές.

Σύμφωνα με τον ίδιο, όλα αυτά είναι προς το συμφέρον των εταιρειών καθώς τα δύο τρίτα των καταναλωτών και κυρίως οι milennials (17-35 ετών) προχωρούν σε αγορές με βάση τις αξίες τους. “Εφαρμόζουν τη δημοκρατία της μάρκας. Κάθε φορά που πάνε σε ένα κατάστημα θέλουν να γνωρίζουν αν οι μάρκες όντως τους εκπροσωπούν”, εξήγησε ο Έντελμαν.