«Δεν έχουμε ύφεση, αλλά απλώς εξασθένηση της ανάπτυξης, η οποία αντιμετωπίζεται με τα κατάλληλα μέτρα», τονίζει ο γερμανός υπουργός Οικονομίας Πέτερ Άλτμαιερ. Ωστόσο η γλώσσα των αριθμών είναι ξεκάθαρη και υποδεικνύει ότι η Γερμανία πέρασε σε “αρνητική ανάπτυξη” το δεύτερο τρίμηνο του 2019. Με αυτά τα δεδομένα όλο και περισσότεροι ζητούν σοβαρές αλλαγές στην οικονομική πολιτική, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί το δόγμα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και να παρέμβει το κράτος, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, αλλά και πυροδοτώντας την ανάπτυξη. Μέχρι στιγμής πάντως, η καγκελάριος ‘Ανγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών ‘Ολαφ Σολτς δεν αποκηρύσσουν την πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων.

Η ίδια η καγκελάριος είχε διακηρύξει και εκλαϊκεύσει το δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε συνέδριο των κυβερνώντων Χριστιανοδημοκρατών (CDU) στη Στουτγάρδη το 2008, λέγοντας τα εξής εν μέσω διεθνούς οικονομικής κρίσης: «Αν ρωτήσετε μια νοικοκυρά εδώ στη Στουτγάρδη, θα σας πει μία πολύ απλή και σωστή αλήθεια: ότι δεν μπορείς να ζεις για πολύ καιρό πάνω από τις δυνατότητές σου». Με σφιχτή δημοσιονομική πειθαρχία πέρασε η ύφεση του 2009, για να ακολουθήσει μία μακρά περίοδος ανάκαμψης και αυξημένων φορολογικών εσόδων. Από το 2014 η Γερμανία καταγράφει “μηδενικό έλλειμμα”, δηλαδή ισοσκελισμένο προϋπολογισμό χωρίς νέο δανεισμό. Αλλά οι τελευταίες εκτιμήσεις δείχνουν στασιμότητα στα φορολογικά έσοδα, γεγονός που ήδη αναγκάζει τον υπουργό Οικονομικών να αναθεωρήσει ορισμένες παραμέτρους στον προϋπολογισμό του 2020.

Επένδυση στην πράσινη οικονομία;
Οι προβλέψεις για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα δεν διαγράφονται αισιόδοξες, ιδιαίτερα μετά τις συνεχείς αναταραχές στο διεθνές εμπόριο και υπό την απειλή άτακτου Brexit στα τέλη Οκτωβρίου. Ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) προβλέπει για το 2019 ανάπτυξη που δεν υπερβαίνει το 0,5%. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση του “μεγάλου συνασπισμού” με τη συμμετοχή Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών υπό την Άνγκελα Μέρκελ ετοιμάζεται να ανακοινώσει στα τέλη Σεπτεμβρίου φιλόδοξα μέτρα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, τα οποία ωστόσο προϋποθέτουν κρατικές δαπάνες δισεκατομμυρίων. Θα είναι μία επιπλέον πρόκληση για τον κρατικό προϋπολογισμό ή μήπως πρόκειται για αγαθή συγκυρία;

Τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν οι φωνές εκείνων, που προτείνουν να συνδυαστεί η προστασία του κλίματος με ένα πακέτο παρεμβάσεων για την τόνωση της ανάπτυξης. «Θέλουμε να συνδυάσουμε αυτά τα δύο στοιχεία με έναν σαφή στόχο: περισσότερη ανάπτυξη, αλλά και λιγότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα», δηλώνει ο Αλεξάντερ Ντομπρίντ, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Προκειμένου να συγκεντρωθούν τα δισεκατομμύρια που χρειάζονται, προτείνει μάλιστα να εκδοθεί “κρατικό ομόλογο για το κλίμα”, το οποίο όχι μόνο θα συμβάλλει στην προστασία του πλανήτη, αλλά και θα διασφαλίζει ικανοποιητικές αποδόσεις για τους επενδυτές. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν διαφορετική προσέγγιση. Ο Σβεν Κρίστιαν Κίντλερ, στέλεχος των Πρασίνων, υποστηρίζει ότι οι Χριστιανοκοινωνιστές παραμένουν “σκλάβοι” της πολιτικής των μηδενικών ελλειμμάτων. Άλλωστε, επισημαίνει, το γερμανικό Δημόσιο κερδίζει πολλά χρήματα με τα ομόλογα που εκδίδει σήμερα, οπότε δεν χρειάζεται να πληρώνει τόκους για την προστασία του κλίματος. Παρόμοιες απόψεις εκφράζουν σημαίνοντα στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών, όπως ο Καρλ Λάουτερμπαχ, εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας και υποψήφιος για την προεδρία του κόμματος.

Νουθεσίες από τη γερμανική βιομηχανία
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο επικεφαλής της Ένωσης Γερμανικών Βιομηχανιών Γιόαχιμ Λανγκ προειδοποιεί ότι “το κράτος πρέπει να δώσει το έναυσμα για μία μεγαλύτερη, δημόσια και ιδιωτική, επενδυτική δραστηριότητα”. Για να γίνει αυτό, υποστηρίζει, χρειάζεται αλλαγή κατεύθυνσης. Άλλωστε, λέει ο επικεφαλής του BDI, “το ‘φρένο χρέους’ που έχει κατοχυρωθεί στο γερμανικό Σύνταγμα, είναι πιο σημαντικό από τη διατήρηση των μηδενικών ελλειμμάτων”. Αλλά τί ακριβώς προβλέπει το ‘φρένο χρέους’; Ότι η κεντρική κυβέρνηση μπορεί μεν να δανείζεται, αλλά όχι σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 0,35% του ΑΕΠ. Ωστόσο, σε περίπτωση βαθιάς ύφεσης ή απρόβλεπτων γεγονότων, όπως μία φυσική καταστροφή, μπορεί και να υπερβεί αυτό το ποσοστό.

Ο Κλάους Μίχελσεν, στέλεχος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), υποστηρίζει μάλιστα ότι “ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για μία ουσιαστική αλλαγή πορείας και για να γίνει αυτό πρέπει να ξεπεραστεί το δόγμα των μηδενικών ελλειμμάτων και να αναθεωρηθούν οι κανόνες για το φρένο χρέους”. Μεταξύ άλλων, ο Μίχελσεν προτείνει να αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες για την ενεργειακή πολιτική, τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία, αλλά και την αγορά κατοικίας. Θεωρεί μάλιστα ότι, λόγω μηδενικών επιτοκίων στις αγορές, η συγκυρία είναι ευνοϊκή. «Ψηφιακή οικονομία, υποδομές και παιδεία» θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητες σύμφωνα με τον Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγο στη γερμανική θυγατρική της τράπεζας ING. Έξωθεν παραινέσεις και από τον νομπελίστα οικονομολόγο Πωλ Κρούγκμαν, ο οποίος στη διάρκεια της κρίσης είχε ασκήσει έντονη κριτική στη γερμανική πολιτική λιτότητας, ενώ σήμερα κατηγορεί την Ευρώπη για “καταστροφική εμμονή” στον περιορισμό του χρέους: «Οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και ιδίως στη Γερμανία θα πρέπει να τονώσουν την οικονομία με νέα δάνεια και υψηλότερες κρατικές δαπάνες», προτείνει ο Κρούγκμαν σε πρόσφατο σχόλιο για τους New York Times.