Σήμερα οι φοιτητές μας έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε ακόμη περισσότερα εργαλεία, όπως τα εσωτερικά προγράμματα Erasmus, οι φοιτητικές νεοφυείς επιχειρήσεις, τα διπλά ξενόγλωσσα-διεπιστημονικά προγράμματα σπουδών και η αμειβόμενη πρακτική άσκηση.

 

Το νέο και ίσως συναρπαστικότερο κεφάλαιο στο βιβλίο της ζωής τους άνοιξαν αυτές τις ημέρες οι πρωτοετείς φοιτητές, που γέμισαν τα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου μας. Τους υποδεχόμαστε για να τους προσφέρουμε τα εφόδια εκείνα, τα οποία θα αποτελέσουν την ύλη για την πραγμάτωση των στόχων και των ονείρων τους και θα τους ωθήσουν να γίνουν οι νέοι φωτεινοί πρεσβευτές του ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου μέσα από διακρίσεις, επιστημονικά επιτεύγματα και την επαγγελματική καταξίωσή τους.

Αυτή η αμφίδρομη σχέση προσφοράς του πανεπιστημίου με τους φοιτητές και στη συνέχεια αποφοίτους του ανέκαθεν υπήρχε και επιβεβαιωνόταν μέσα και από εκατοντάδες παραδείγματα ανθρώπων του από κάθε επιστημονικό πεδίο, οι οποίοι διέπρεψαν διεθνώς, αλλά ποτέ δεν έπαψαν να επιστρέφουν και να τιμούν την ακαδημαϊκή μήτρα τους.

Στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης –με την υποστελέχωση, την υποχρηματοδότηση, την έξαρση των φαινομένων βίας και ανομίας και τη μαζική φυγή επιστημονικού κεφαλαίου στο εξωτερικό– η ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αποτέλεσε φάρο στο απαιτητικό ταξίδι της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας.

Είναι γεγονός, παρ’ όλα αυτά, ότι παθογένειες και χρόνια προβλήματα των πανεπιστημίων συχνά μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο. Το αυτονόητο είναι να μη μιλάμε για τα θέματα της ασφάλειας, το αυτονόητο είναι οι υποδομές του πανεπιστημίου να μη χρήζουν ειδικής προστασίας, αλλά να αποδίδονται σε αυτούς στους οποίους ανήκουν: στους φοιτητές, στους καθηγητές, στο προσωπικό.

Το αυτονόητο είναι να επικεντρωνόμαστε στο ακαδημαϊκό έργο μας, στην εξωστρέφεια, στη διεθνοποίηση του πανεπιστημίου. Για δεκαετίες όλα αυτά δεν ήταν αυτονόητα και για πάρα πολλά χρόνια είτε αναλωνόμασταν σε οργισμένες καταδίκες περιστατικών που καμία σχέση δεν είχαν με την ακαδημαϊκή λειτουργία του πανεπιστημίου, είτε στρουθοκαμηλίζαμε, σπρώχνοντας τα προβλήματα «κάτω από το χαλί».

Εγιναν, όμως, την τελευταία τριετία αποφασιστικά βήματα, ώστε τα αυτονόητα απλώς να ισχύουν. Προφανώς, εφόσον μιλάμε για παθογένειες που ρίζωσαν επί δεκαετίες, η διαδικασία της μετάβασης στην κανονικότητα απαιτεί χρόνο, στοχοπροσήλωση και έχει δυσκολίες. Ομως, είμαστε πλέον στο σημείο όπου μπορούμε πραγματικά να επικεντρωθούμε στις ακαδημαϊκές δυνατότητες, που ανοίγονται για το πανεπιστήμιο και τους φοιτητές μας.

Στο παγκοσμιοποιημένο τοπίο της ανώτατης εκπαίδευσης ο χρόνος –ο ρυθμός με τον οποίο αλλάζουν τα δεδομένα και εξελίσσονται οι απαιτήσεις– είναι αμείλικτος όπως και ο –με διεθνείς– όρους ανταγωνισμός. Την πραγματικότητα αυτή οι φοιτητές μας την αντιλαμβάνονται πλέον πολύ γρήγορα, σχεδόν με το που αποκτούν τη φοιτητική ιδιότητα. Αντιλαμβάνονται την αξία της διαρκούς κινητικότητας, της εξειδίκευσης, της διεπιστημονικότητας, της επιχειρηματικής σκέψης, των ψηφιακών και άλλων δεξιοτήτων, που θα τους εξασφαλίσουν το εισιτήριο σε ένα ταξίδι γεμάτο ευκαιρίες για εντυπωσιακά επιτεύγματα και διεθνή καταξίωση.

Για αυτό σήμερα δεν εστιάζουμε απλώς στη γνώση, αλλά στο πώς η γνώση που παρέχουμε στους φοιτητές μας αντιστοιχίζεται με την παραγωγική διαδικασία, στο πώς η έρευνα που παράγεται δεν εγκλωβίζεται στο αποστειρωμένο περιβάλλον των εργαστηρίων, αλλά μετουσιώνεται σε καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.

Μέσα από τον νέο νόμο πλαίσιο αλλά και προηγούμενες νομοθετικές παρεμβάσεις σήμερα οι φοιτητές μας έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε ακόμη περισσότερα εργαλεία, όπως τα εσωτερικά προγράμματα Erasmus, οι φοιτητικές νεοφυείς επιχειρήσεις, τα διπλά ξενόγλωσσα-διεπιστημονικά προγράμματα σπουδών, η αμειβόμενη πρακτική άσκηση.

Μέσα από αυτήν τη διαδικασία επένδυσης στον πλούτο του ανθρώπινου κεφαλαίου η πλούσια ερευνητική δραστηριότητα, η τεχνολογία και η καινοτομία που παράγονται στο πανεπιστήμιο επιστρέφουν στην κοινωνία. Ο ύψους 65 εκατ. ευρώ κύκλος ερευνητικών εργασιών του προηγούμενου έτους στο Αριστοτέλειο είναι ένας πολλαπλασιαστής για την τοπική και εθνική οικονομία.

Ως το μεγαλύτερο ακαδημαϊκό ίδρυμα της χώρας με παγκόσμιες ακαδημαϊκές διακρίσεις, το ΑΠΘ αποτελεί τον πυρήνα του οικοσυστήματος καινοτομίας στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και έναν από τους κυριότερους λόγους προσέλκυσης επενδύσεων από διεθνείς κολοσσούς στην πόλη μας, τροφοδοτώντας τα τελευταία χρόνια με εξειδικευμένο επιστημονικό ερευνητικό προσωπικό τη Pfizer, τη CISCO, τη Deloitte, την Accenture και άλλες μεγάλες ή μικρότερες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες της περιοχής.

Ταυτόχρονα, τα αγγλόφωνα προγράμματα εκπαίδευσης είναι για το ελληνικό πανεπιστήμιο ένα όχημα εξωστρέφειας με πολλαπλά οφέλη τόσο για την έρευνα που υλοποιείται στους κόλπους του όσο και για την ίδια τη χώρα. Σε πολύ λίγο χρόνο και παρά τις συνθήκες πανδημίας, την περσινή χρονιά, την πρώτη της λειτουργίας του, για 60 θέσεις που προσέφερε το αγγλόφωνο Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Ιατρικής του πανεπιστημίου μας, δέχτηκε περίπου 1.200 αιτήσεις ενδιαφερόμενων, προερχόμενων από περισσότερες των 40 χωρών του πλανήτη. Οι αριθμοί αυτοί καταδεικνύουν περίτρανα την αξιοπιστία του ΑΠΘ στο εξωτερικό, καθώς και την τεράστια δυναμική που υπάρχει.

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα αλλάζει. Εκσυγχρονίζεται. Δομείται πάνω στην εξωστρέφεια και στην ανθεκτικότητα. Και, επενδύοντας στους ανθρώπους, στηρίζει το μέλλον της πατρίδας μας.

 

Ο Νικόλαος Γ. Παπαϊωάννου είναι Πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης