Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.

Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των Αγγέλων Βασιλεύς.

Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.

Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.

Ήλοις προσηλώθη, ο Νυμφίος της Εκκλησίας.

Λόγχη εκεντήθη, ο Υιός της Παρθένου.

Προσκυνούμέν σου τα Πάθη Χριστέ.

Δείξον ημίν, και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.

«Μεγάλη Παρασκευή και όλοι μας στεκόμαστε εκστατικοί μπροστά στον Σταυρωμένο Χριστό. Είναι συγκλονιστικό το θέαμα. Αισθήματα αγάπης, κατάνυξης και συντριβής μας κατακλύζουν σήμερα. Βρισκόμαστε κάτω και γύρω από τον Σταυρό παραστάτες και μάρτυρες του θείου πάθους. Συντελείται το μεγαλύτερο έγκλημα όλων των εποχών. Η πιο τραγική ώρα της ανθρωπότητας», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο θεολόγος Επαμεινώνδας Νικολόπουλος.

Εν συνεχεία, επεξηγεί: «Το δράμα του Χριστού χαρακτηρίζεται ως θείο, γιατί το υπέφερε ένας Θεός ο οποίος όμως δεν παύει να είναι και άνθρωπος». Και συνεχίζει: «Η δίκη του Χριστού από το Μεγάλο Συνέδριο ήταν μια παρωδία δίκης, μια άδικη δίκη εφόσον ο Χριστός δικάστηκε με πολλές δικονομικές παραβάσεις. Αυτές τις παρανομίες δεν χρειάζεται να είναι κάποιος νομικός για να τις αντιληφθεί. Μελετώντας τα στοιχεία τις αντιλαμβάνεται και ο μέσος άνθρωπος. Ορισμένες από αυτές ήταν:

Δεν υπήρχε ορισμένη και σαφής κατηγορία. Δεν υπήρχε υπεράσπιση για τον Χριστό.

Η δίκη έγινε τη νύχτα αντί για την ημέρα και δεν πήγαν το Χριστό στο Δικαστήριο αλλά στον Άννα (πεθερό του Αρχιερέα Καϊάφα) για να τον ανακρίνει χωρίς εξουσία.

Κατά τη συνεδρίαση αποφασίστηκαν όλες οι κατηγορίες, ώστε να ευσταθεί η αίτηση της θανατικής ποινής εναντίον του.

Η προανάκριση κράτησε ως τα ξημερώματα, ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να συγκεντρώνονται όλα τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, καθώς στόχος ήταν να ξεκινήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα η αυτόφωρη δίκη.

Ο Χριστός ήταν δέσμιος καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης. Πριν από τη δίκη μάλιστα του έβαλαν βασιλικό μανδύα και τον εξευτέλιζαν.

Ο Χριστός έπρεπε με κάθε τρόπο και μέσο να καταδικασθεί σε μαρτυρικό θάνατο, αν και τα στοιχεία τον αθώωναν. Η ποινή που του αποδόθηκε ήταν ο πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός θάνατος, ο θάνατος πάνω στο Σταυρό.

Μετά τη σύλληψη ο Ιησούς πέρασε από έξι εξαντλητικές και κακόπιστες ανακρίσεις. Από τον Άννα, τον Καϊάφα, το Συνέδριο, τον Πιλάτο, τον Ηρώδη και ξανά από τον Πιλάτο. Στα μεσοδιαστήματα κακοποιήθηκε με τέσσερις πολύωρους και βάρβαρους βασανισμούς. Μεταξύ των ανακρίσεων και των βασανισμών σύρθηκε αλυσοδεμένος και δερόμενος έξι φορές. Η απόσταση που διήνυσε με τις αλυσίδες ήταν περίπου έξι χιλιόμετρα. Και όλα αυτά νηστικός, διψασμένος και άυπνος.

Του ασκήθηκε έντονη ψυχοσωματική βία, Τον έγδυσαν τρεις φορές, Τον έντυσαν άλλες τόσες, Τον μαστίγωσαν, Του φόρεσαν το ακάνθινο στεφάνι και Του φόρτωσαν τον βαρύ Σταυρό. Στις ανακρίσεις Τον διέσυραν και Τον εξευτέλισαν. Ήθελαν με κάθε τρόπο να Τον κάνουν να λυγίσει. Μεταξύ άλλων, μαστιγώθηκε. Η μαστίγωση γινόταν με φραγγέλιο, που είχε λουριά με απολήξεις σφαιρίδια και άκρες από κόκαλα. Κάθε φορά που έπεφτε στο σώμα το μαστίγιο αυτά τα αντικείμενα έμπαιναν στις σάρκες και όταν το τραβούσε ο βασανιστής για να ξαναχτυπήσει έσκιζαν το δέρμα.

Όταν φορτώθηκε τον Σταυρό έπρεπε να κουβαλήσει ένα ξύλο που δεν ήταν πλανισμένο όπως το βλέπουμε στις αγιογραφίες. Ήταν δύο κορμοί με σκληρό φλοιό και ρόζους που τα πέταξαν πάνω στην πλάτη Του, την ήδη καταματωμένη από τη μαστίγωση. Η διαδρομή ως τον Γολγοθά ήταν τρομακτική δοκιμασία, την οποία ο Ιησούς δεν άντεξε λυγίζοντας από το βάρος του οριζόντιου τμήματος του σταυρού, το οποίο κουβαλούσε στους τσακισμένους από το μαστίγωμα ώμους του. Κανονικά, με βάση τη λογική, εκεί στην πορεία προς τον Γολγοθά θα έπρεπε να είναι το τέλος.

Ακολουθεί η σταύρωση η οποία ήταν το υπέρτατο μαρτύριο. Ήταν κάτι τόσο σαδιστικό που τα λόγια αδυνατούν να περιγράψουν. Ο Ιησούς αφυδατωμένος, έχοντας χάσει μεγάλη ποσότητα αίματος, σε κατάσταση ασφυξίας λόγω της στάσης του σώματος πάνω στον σταυρό, άφησε την τελευταία του πνοή με μια τρομακτική κραυγή “Τετέλεσθαι”».

«Ο Θάνατος Του, είναι η μεγαλειώδης αποκάλυψη της φιλανθρωπίας και της αγάπης Του»

Ακολούθως, ο κ. Νικολόπουλος επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «ο Χριστός δέχεται τον θάνατο από αγάπη για τον άνθρωπο, και προσφέρει τον Εαυτό Του στους φονευτές Του, οι οποίοι κερδίζουν φαινομενικά τη νίκη. Όμως, στην ουσία αυτή η νίκη είναι η ολοκληρωτική και αποφασιστική ήττα του κακού.

Πεθαίνει ο Χριστός γιατί έχει ουσιαστικά ταυτίσει τον Εαυτό Του με εμάς, έχει κυριολεκτικά επωμιστεί την τραγωδία της ανθρώπινης ζωής. Ο Θάνατος Του, είναι η μεγαλειώδης αποκάλυψη της φιλανθρωπίας και της αγάπης Του. Και επειδή ο Θάνατός Του είναι αγάπη, ευσπλαχνία, φιλανθρωπία, αλλάζει αυτόματα η φύση του θανάτου. Από τιμωρία γίνεται πράξη που αντανακλά αγάπη και συγχώρεση».

«Η υπέρβαση του εαυτού μας, εξαιτίας της αγάπης, βιώνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία»

Επιπρόσθετα και εν κατακλείδι, ο θεολόγος Επαμεινώνδας Νικολόπουλος σημειώνει ότι «ο καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί για να ζήσει και να ζήσει καλύτερα. Η επιστήμη μπαίνει στην υπηρεσία του ανθρώπου με σκοπό να αντιμετωπίσει τις ασθένειές του, να παρατείνει τη δυνατότητα να χαρεί το φως της ζωής, να τον συνδράμει στην όσο το δυνατόν υπέρβαση του θανάτου. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει.

Ελάχιστα, όμως, συνειδητοποιούμε τη διαφορά ανάμεσα στην έννοια της επιβίωσης και την έννοια της ζωής. Επιβιώνω σημαίνει τρώω, πίνω, κοιμάμαι, εργάζομαι, βγάζω χρήματα για να εξασφαλίσω τα προς το ζην, εκτονώνομαι, αναπαράγομαι, ξεκουράζομαι, χαίρομαι ή λυπάμαι, όπως άλλοι. Ζω σημαίνει ότι όλες αυτές τις βιολογικές και κοινωνικές λειτουργίες τις μεταποιώ σε νόημα και στάση ζωής. Εργάζομαι όχι μόνο για τις βιοτικές ανάγκες, αλλά εργάζομαι και το καλό και την αρετή. Συστήνω οικογένεια γιατί είμαι κοινωνικό ον, αλλά αγαπώ τον άλλο περισσότερο από μένα, γιατί μόνο μέσα από την σχέση έχει νόημα η κοινωνικότητα.

Η θυσία του Χριστού στο Γολγοθά ήταν άρνηση της βιολογικής επιβίωσης της ανθρώπινης φύσης, καθώς ο Χριστός ως Θεάνθρωπος και αναμάρτητος μπορούσε να μην πεθάνει. Ήταν όμως η σπουδαιότερη κατάφαση της ζωής, από την ίδια τη Ζωή. Όπως λέει ένα από τα πιο όμορφα εγκώμια της Μ. Παρασκευής, σαν τον πελεκάνο, που, όταν τα παιδιά του δηλητηριάζονται από το τσίμπημα του φιδιού, τρυπά τα πλευρά του και τους μεταγγίζει το αίμα του για να τα σώσει, πεθαίνοντας ο ίδιος. Έτσι κι ο Χριστός μας δίνει το αίμα Του, για να σωθούμε από το δηλητήριο της αμαρτίας και του θανάτου και να ξαναβρούμε το αληθινό νόημα της ύπαρξής μας. Κι επειδή όλα τα μεγάλα γεγονότα του Θείου Πάθους δε συνέβησαν απλώς τον καιρό εκείνο, αλλά εξακολουθούν και στη δική μας εποχή να συμβαίνουν, η υπέρβαση του εαυτού μας, εξαιτίας της αγάπης, βιώνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία, μέσα από τη σταύρωση των παθών και την Ανάσταση της αρετής και του τρόπου που ο Χριστός έγινε πρότυπο για όλους εμάς».