Ακραία πόλωση, διχαστικά διλήμματα και μία κοινωνία σε σοκ, έπειτα από την πολύνεκρη και συνάμα ανείπωτη τραγωδία στα Τέμπη, συνθέτουν ένα ιδιαίτερα ακραίο σκηνικό, με το προαναφερόμενο τρίπτυχο να αποτελεί «αγκάθι» για την ομαλή μετάβαση της χώρας προς την προεκλογική περίοδο.

 

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΑΚΟΣ

 

«Καμπανάκι» κινδύνου για τη Δημοκρατία και τις αξίες μιας ευνομούμενης κοινωνίας αποτέλεσε όλο το προηγούμενο διάστημα μετά την τραγωδία των Τεμπών, μιας και για ακόμη μία φορά την εμφάνισή τους από τα «λαγούμια» του λαϊκισμού έκαναν οι «νέοι αγανακτισμένοι» των πλατειών και των γηπέδων.

Οι εν λόγω οπορτουνιστές επιχειρούν για πολλοστή φορά να δηλητηριάσουν την κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου, μη διστάζοντας μάλιστα να «παίξουν» πολιτικά παίγνια στις πλάτες 57 νεκρών και εκατοντάδων συγγενών.

Η νέα σκηνή για τον προαναφερόμενο θίασο, που φυσικά έχει ηθικούς και πολιτικούς αυτουργούς, είναι αφενός οι μισογεμάτες πλατείες και αφετέρου τα γεμάτα με μίσος γήπεδα της ελληνικής Super League.

Σε αυτό το «θέατρο του παραλόγου», οι ιδεολογικοί καθοδηγητές των αυθόρμητων αντιδράσεων, εμποτισμένοι με άπλετο αμοραλισμό και τοξικότητα, στήνουν ένα σκηνικό που η ελληνική κοινωνία και το έχει ξαναδεί, αλλά και το έχει πληρώσει ακριβά κατά τα προηγούμενα έτη της «αριστερής επανάστασης».

 

Επιστροφή στο μίσος

Σε αυτό το έργο, εκτός από τους ηθικούς αυτουργούς, υπάρχουν και οι «χρήσιμοι ηλίθιοι». Είναι εκείνοι που «αναλαμβάνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα» τη «βρόμικη δουλειά» και που σε περιόδους εκλογών «παίζουν τα ρέστα τους», ειδικά εάν το υπάρχον status quo δεν είναι της αρεσκείας τους ή δεν μπορούν να το επηρεάσουν, ελέγξουν ή χειραγωγήσουν.

Ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα των προαναφερομένων αποτέλεσε η προηγούμενη αγωνιστική στο ελληνικό πρωτάθλημα, όπου σωρεία εμετικών πανό και συνθημάτων «κυριάρχησαν» στα ελληνικά γήπεδα, σε μια προσπάθεια να τιμηθούν τα θύματα της τραγωδίας στα Τέμπη!

Μια κοινωνία εθισμένη στη βία και την μπαχαλοποίηση δεν θα μπορούσε εύκολα να αντιμετωπίσει έκτακτες ανάγκες και συμβάντα όπως αυτά στα Τέμπη. Οχι γιατί δεν θα ήθελε, αλλά γιατί δεν θα μπορούσε, ούσα ανεκπαίδευτη σε έννοιες όπως πρόβλεψη και ουσιαστική θεραπεία. Το επακόλουθο; Νεαρά παιδιά, που κανένας δεν τους έχει μιλήσει με καθαρή γλώσσα και λόγο που να κατανοούν, «πέφτουν στην παγίδα» και γίνονται πιόνια σε έναν «πολιτικό πόλεμο» που ούτε κατανοούν ούτε και θα έχουν λόγο την επόμενη ημέρα.

 

Από τα βιβλία στα σπρέι

Και κάπως έτσι, τη θέση στο διάβασμα, στις σπουδές και τις αιτήσεις για δουλειές που πραγματικά υπάρχουν πλέον στην Ελλάδα, πήραν το σπρέι και η κουκούλα. Μία κουκούλα που κάλυψε όχι μόνο τα πρόσωπα, αλλά και την ντροπή που θα έπρεπε να νιώθουν όσοι έγραψαν τα εν λόγω συνθήματα.

Και τα τελευταία ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά: «Κυβέρνηση, κεφάλαιο και δημοσιογράφοι στους τάφους σας θα κάνουμε πιο μεγάλο πάρτι» ή «Πλημμύρες, τρένα και φωτιές, εγκλήματα παιδοφιλίας, πολιτικοί μασόνοι ντροπή της κοινωνίας». Και: «Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι, «Πολιτικοί, μπάτσοι, δημοσιογράφοι, η μεγαλύτερη εγκληματική ένωση».

Η τραγωδία των Τεμπών φαίνεται να αποτέλεσε τη μοναδική φορά που ο δημοσιογραφικός κλάδος λειτούργησε εν τω συνόλω του ως μία ενωμένη γροθιά, ερευνώντας, αποκαλύπτοντας και μη διστάζοντας να βγει μπροστά και να αναδείξει όλες τις πτυχές, που ενδεχομένως οι έχοντες συμφέροντα να ήθελαν να αποσιωπήσουν. Και αυτό είναι κάτι ανησυχητικό να μην το καταλαβαίνει κανείς.

Όμως με την παραδοχή, πρέπει να έρθει και η δράση. Διότι, όταν υπάρχει κουλτούρα διαλόγου και αποδοχής της αντίθετης άποψης, τότε δεν υπάρχουν τα διαθέσιμα «όπλα» σε όλους εκείνους που έχουν επενδύσει σε μία Ελλάδα διαλυμένη και με «Δικαιοσύνη της κουκούλας», που δικάζει με «κατήγορο υπεράσπισης» λαϊκίστικες καρικατούρες και «εισαγγελέα ακροδεξιά και ακροαριστερά στοιχεία».