Η αγροτική ψήφος των εκλογών της Κυριακής, όπως ερμηνεύεται από τα αποτελέσματα τόσο για την Ευρωβουλή όσο και για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, συνιστά εύγλωττη καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής στον αγροτικό τομέα, εκφράζοντας παράλληλα την αγωνία των συντελεστών της αγροτικής παραγωγής για το μέλλον της αγροτικής δραστηριότητας στη χώρα και τη βιώσιμη παρουσία στο αγροτικό επάγγελμα.

Γιάννης Πανάγος

Όπως έδειξε η ιστορία της τελευταίας τετραετίας, η άπειρη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκε ούτε για μια στιγμή το «νήμα» στη χάραξη της αγροτικής πολιτικής και χάθηκε μέσα στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων αρχικά, τη μεταφορά δημοσιονομικών βαρών στις πλάτες των αγροτών στη συνέχεια και την αδυναμία επαναπροσδιορισμού της λειτουργίας των συνεταιρισμών και της βελτίωσης των οργανωτικών δομών του χώρου καθ’ όλη την περίοδο της διακυβέρνησης.

Οι υπεύθυνοι για την αναζήτηση στρατηγικής στον αγροτικό χώρο, είδαν εξαρχής με φόβο τη συνεργασία με τους εκπροσώπους του αγροτικού κόσμου, ενέδωσαν με ευκολία στον πειρασμό της υπονόμευσης των παραδοσιακών εκφραστών και στη διάλυση αντίστοιχων θεσμικών οργανώσεων με μακραίωνη ιστορία, όπως η ΠΑΣΕΓΕΣ, ενώ, με αιχμή το ΟΣΔΕ συμβιβάστηκαν αβίαστα με ποικιλώνυμα ιδιωτικά συμφέροντα που νέμονται το χώρο εις βάρος των αγροτών και της ίδιας της εξέλιξης στο χώρο της αγροτικής παραγωγής.

Για πολλούς από τους κυβερνώντες, οι λύσεις για τον αγροτικό χώρο θα έρχονταν, είτε από τα κοινοτικά προγράμματα που κι αυτά ακόμα υπέκυψαν στην ανάγκη ικανοποίησης μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, είτε από μια κινητικότητα στον τομέα του branding, όπου πολλοί νέοι κυρίως συντελεστές της αγροτικής παραγωγής επιδιώκουν παρουσία και σε άλλους κρίκους της αλυσίδας υπεραξίας (τυποποίηση, εμπορία, διάθεση κ.α.). Στο πρώτο, μάλλον ακολουθήθηκε η πεπατημένη, ενώ το δεύτερο δεν είναι αρκετό από μόνο να κάνει τη διαφορά και να αποφέρει οφέλη για το σύνολο των επαγγελματιών του αγροτικού χώρου.

Αντίθετα, οι εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής γεωργίας σε συνδυασμό με την ένταση του ανταγωνισμού διεθνώς, την αποσάθρωση των συνεταιρισμών και την… δημοσιονομική επιβάρυνση (φορολογία, ασφάλιση, γραφειοκρατία κ.α.) των αγροτών, επιτάχυναν το οικονομικό αδιέξοδο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση την πολυπληθή τάξη των αγροτών που δεν έχουν καταφέρει τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και με δεδομένες τις οικονομικές πιέσεις που υφίσταται συνεχώς τα τελευταία χρόνια οι αγρότες, η έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Συντηρητική σε γενικές γραμμές η αγροτική κοινωνία, δεν είχε ιδιαίτερη δυσκολία να εγκαταλείψει με την πρώτη μεγάλη ευκαιρία, το σύντομο ούτως ή άλλως φλερτ που είχε με την… πρώτη φορά αριστερά και να επιστρέψει στις εστίες της.

Η αλλαγή στάσης δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να γίνει σε ένα μήνα, η καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής για τους αγρότες είναι δεδομένη και στις εθνικές εκλογές, αυτό που θα κρίνει πολλά στη συνέχεια, είναι η δυνατότητα της επόμενης κυβέρνησης που πιθανότατα θα είναι της Νέας Δημοκρατίας, να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες του αγροτικού χώρου, να δημιουργήσει συνθήκες βιωσιμότητας τόσο για τις μεγάλες και πιο σύγχρονες κάπως αγροτικές εκμεταλλεύσεις, όσο και για τους διαχειριστές (επαγγελματίες και μη) μικρότερων μονάδων για τις οποίες καλό είναι να βρεθεί ένας άλλος βηματισμός.

Σε κάθε περίπτωση, η αναγκαία προσπάθεια αναδιοργάνωσης του αγροτικού χώρου θα πρέπει να περάσει από τον επαναπροσδιορισμό των δυνατοτήτων της αγροτικής παραγωγής, την προσέγγιση με τόλμη των θεμάτων που συνδέονται με τους συνεταιρισμούς και τη συλλογική δραστηριότητα στην αγροτική παραγωγή (ομάδες ή και μικρότερα εταιρικά σχήματα) και την απομάκρυνση των παρασίτων που με εφαλτήριο το ΟΣΔΕ προωθούν τη δική τους ατζέντα σε βάρος των συντελεστών της αγροτικής παραγωγής. Το τελευταίο, απαιτεί, από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εντοπίσει έγκαιρα τους «δούρειους ίππους» που έχουν διεισδύσει και στο δικό του χώρο και να «ξεκόψει» μια και καλή από στελέχη με προσωπική ατζέντα, ταυτισμένα με «φατρίες» που μόνο «αμαρτίες» μπορούν να φορτώσουν τους πολιτικούς σχηματισμούς όταν αυτοί συντηρούν, έστω και παθητικά, τέτοιου είδους διασυνδέσεις.