Η εν ψυχρώ δολοφονία του Σίνζο Άμπε δεν σόκαρε μόνο την ιαπωνική κοινή γνώμη, η οποία δεν είναι εξοικειωμένη με την κουλτούρα της βίας. Σόκαρε όλο τον κόσμο, διότι ο Ιάπωνας πολιτικός υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα και όχι απλώς ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας. Η οικονομική του πολιτική έμεινε στην ιστορία με τον όρο “Abenomics” και διδάσκεται στους φοιτητές των οικονομικών επιστημών, ενώ εξίσου σημαντική υπήρξε η εξωτερική πολιτική του. Παράλληλα, πολυσχιδής προσωπικότητα είναι και η σύζυγός του Άκιε, πρώην μουσική παραγωγός του ραδιοφώνου και ντι-τζέι, η οποία συχνά με την προοδευτική δράση της κατάφερε να επισκιάσει τον Άμπε, όπως όταν συμμετείχε π.χ. στο Pride του Τόκιο ή υποστήριξε δημοσίως τη χρήση της κάνναβης.

Ο Άμπε ηγήθηκε για πολλά χρόνια του συντηρητικού κόμματος, ωστόσο χαρακτηρίζεται περισσότερο ως φιλελεύθερος. Γεννηθείς το 1954, ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα το 1993 και το 2005 διορίστηκε γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου. Ένα χρόνο αργότερα εξελέγη πρωθυπουργός – ο νεότερος στη μεταπολεμική ιστορία της Ιαπωνίας. Η πρώτη θητεία του κράτησε μόλις ένα χρόνο, αλλά επανεξελέγη το 2012 και έμεινε στον πρωθυπουργικό θώκο έως το 2020, όταν παραιτήθηκε επικαλούμενος λόγους υγείας.

Η οκταετής θητεία άλλαξε τη χώρα του. Τα λεγόμενα “Abenomics” έθεσαν την Ιαπωνία σε σπουδαία αναπτυξιακή τροχιά, εγκαταλείποντας την πολυετή ύφεση και έχοντας «καρδιά» τα βραχυπρόθεσμα αρνητικά επιτόκια, τα οποία έδωσαν την ευκαιρία σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση σε φθηνό χρήμα και έτσι ν’ αυξάνεται η κατανάλωση και το χρήμα να κυκλοφορεί στην αγορά. Εκτός της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, η κυβέρνηση του Άμπε έδωσε σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις πακέτα στήριξης και βοηθήματα, τα οποία εκτόξευσαν μεν το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας στο 266% του ΑΕΠ της σήμερα – με αποτέλεσμα να είναι η πλέον υπερχρεωμένη χώρα – αλλά η βασική διαφορά με άλλες υπερχρεωμένες χώρες είναι ότι αποτελεί μία από τις «ατμομηχανές» της παγκόσμιας οικονομίας και μία από τις πιο προηγμένες τεχνολογικά εταιρείες του κόσμου. 

Την ίδια στιγμή, ο Άμπε μείωσε σημαντικά τους φόρους και εισήγαγε κίνητρα για την ενίσχυση της αγοράς εργασίας – κυρίως σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή των γυναικών σε αυτή – ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε βοήθησαν την ιαπωνική οικονομία να ξεφύγει από το σπιράλ της ύφεσης και να ξεπεράσει ακόμη και επώδυνες φυσικές καταστροφές, όπως ο σεισμός και το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκοσίμα.

Αλλά και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, ο Άμπε είχε το δικό του τρόπο. Υπερασπίστηκε με πάθος το τέλος του πασιφισμού που είχε επιβληθεί στη χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσπάθησε να υλοποιήσει τη λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα» και την ισχυροποίηση του διεθνούς κύρους της Ιαπωνίας, αποτινάσσοντας πλέον το στίγμα του ηττημένου από τον πόλεμο. Μεταξύ άλλων, υπερασπίστηκε το δικαίωμα της χώρας του να κινητοποιεί στρατεύματα στο εξωτερικό, εφαρμόζοντας το λεγόμενο δικαίωμα της συλλογικής αυτοάμυνας – το οποίο προκάλεσε εντάσεις στις σχέσεις της Ιαπωνίας με την Κίνα και τη Νότια Κορέα, αλλά, από την άλλη πλευρά, ενίσχυσε τη συνεργασία της Ιαπωνίας με τις ΗΠΑ και την παρουσία της στους διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες.

Η δολοφονία του Άμπε φαίνεται πάντως ότι φέρνει νέα δεδομένα στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Οι σημερινές εκλογές για την Άνω Βουλή – η οποία είναι το λιγότερο ισχυρό από τα κοινοβουλευτικά όργανα της Ιαπωνίας – αποτελούσαν ούτως ή άλλως κάτι σαν σφυγμομέτρηση για την κυβέρνηση του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος. Αντικειμενικός στόχος του διαδόχου του και νυν πρωθυπουργού, Φούμιο Κισίντα είναι η αύξηση των εδρών του, ούτως ώστε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να περάσει μεταρρυθμίσεις όπως η αύξηση των αμυντικών δαπανών ή ακόμη και η αναθεώρηση του ίδιου του Συντάγματος, την οποία δεν κατάφερε να πετύχει ο Άμπε επί της δικής του θητείας.

Σε κάθε περίπτωση, το σχόλιο της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt είναι χαρακτηριστικό: εκτιμά συγκεκριμένα ότι η δολοφονία του Άμπε μπορεί ν’ αποτελέσει σημείο καμπής στη νεότερη ιστορία της Ιαπωνίας, συγκρίνοντας μάλιστα την περίπτωση με την προπολεμική εποχή και τη δολοφονία του τότε πρωθυπουργού, Τσουγιόσι Ινουκάι από 11 αξιωματικούς των πεζοναυτών. Ο δολοφόνος του Άμπε ήταν άλλωστε πρώην μέλος του Πολεμικού Ναυτικού και φέρεται να εμπλέκεται με παραθρησκευτικές και ακροδεξιές/εθνικιστικές οργανώσεις. Ανάλογο περιστατικό έχει επίσης καταγραφεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν ένας νεαρός ακροδεξιός υπερεθνικιστής είχε δολοφονήσει με σπαθί σαμουράι μπροστά τις τηλεοπτικές κάμερες, κατά τη διάρκεια προεκλογικής ομιλίας, τον τότε ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ινετζίρο Ασανούμα.

Το γεγονός, τέλος, ότι ο δολοφόνος του Άμπε έφτιαξε μόνος του το όπλο με το οποίο τον πυροβόλησε μπορεί να προξενεί έκπληξη, αλλά ερμηνεύεται με βάση τη νομοθεσία περί οπλοκατοχής. Το πασιφιστικό καθεστώς της Ιαπωνίας και η προσπάθεια αφοπλισμού των σαμουράι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ορίζουν διαχρονικά πως τα πιστόλια και τουφέκια απαγορεύονται και ουδείς μπορεί να κατέχει νόμιμα όπλο πλην των κυνηγετικών, η απόκτηση των οποίων είναι εξαιρετικά δύσκολη λόγω της διαδικασίας που απαιτείται για την έκδοση της άδειας οπλοφορίας.